Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Archive for Νοέμβριος 2011

Παραμύθι

Μιά φορά και ένα καιρό ένας βασιλιάς είχε 12 γιούς αλλά καμμία κόρη. Αυτό δεν τον πείραζε πάρα πολύ γιατί ήλπιζε ότι όταν έρθουν τα παιδιά του σε ηλικία γάμου, όλο και κάποια εγγονάκια θα έβλεπε. Δυστυχώς οι γιοί του δεν έδειξαν ποτέ κανένα σημάδι οτι ενδιαφέρονταν για γαμο, τουλάχιστον οι 6 πρώτοι που ήταν κάπου μεταξύ 17-23 ετών απέρριπταν όλα τα προξενιά  απο τα γειτονικά βασίλεια που τους έκαναν για τις κόρες τους.  Ο βασιλιάς αναστατώθηκε, τους παρακάλεσε, τους ικέτευε να λογικευθούν, αυτοί τίποτα. Κάθε βράδυ μαζεύονταν στους κοιτώνες τους νωρίς και το πρωϊ τους εύρισκε να κοιμούνται κατάκοποι μέχρι αργά. Ομως ο κύρης τους δεν ήταν βλάκας. Υποψιάστηκε ότι κάτι έτρεχε με τους «εν ηλικία γάμου» γιούς του, ίσως να είχαν μπλέξει με μη πριγκήπισσες, κάτι δεν πήγαινε καλά γιατί το βράδυ τα ρούχα τους ήταν καθαρά και σιδερωμένα και το πρωϊ βρεγμένα και λασπωμένα κουρέλια. Ετσι  κρυφά απο τους γιούς του συμβουλεύτηκε φίλο του που είχε μία πανέμορφη κόρη σε ηλικία γάμου (που την είχαν απορρίψει τα καμάρια του) πως να τους παρακολουθήσει να δεί που πήγαιναν νυχτιάτικα και κατέστρεφαν τις φορεσιές τους. Γρήγορα κατέστρωσαν τα σχέδια παρακολούθησης, η κόρη μάλιστα θα ήταν εκείνη που θα τους ακολουθούσε, ντυμένη σαν άνδρας, θα τους έπαιρνε απο πίσω τη νύχτα ώς το τέλος.

Ετσι η κόρη, που την λέγανε Αρίσβη, κάθισε σε μία σκιά πάνω στο άλογό της και περίμενε..τα πριγκηπόπουλα να φανούν, πράγματι εκείνα βγήκαν πηδώντας απο τους κοιτώνες τους με ολοκάθαρες αστραφτερές φορεσιές, καβάλλησαν τ’ αλογά τους και έφυγαν προς νότο. Σε απόσταση και εκείνη πίσω τους. Υστερα απο λίγο κόψανε δεξιά σε ένα σύδενδρο και ξάφνου μπροστά τους υψώθηκε ένας φωτισμένος πύργος εντελώς άγνωστος στην Αρίσβη που υποτίθεται ότι γνώριζε όλα τα μέρη πολύ καλά.  Μπροστά της άνοιξε η πόρτα και κατάπιε τους πρίγκηπες, αφήνοντάς τη απέξω. Αυτό δεν την πτόησε, έκρυψε κάπου το άλογό της και αναρριχήθηκε στις πέτρες του πύργου μέχρι το πρώτο φωτισμένο παράθυρο..και εκεί είδε:

Με το που μπήκαν τ’ αγόρια στο πύργο, ξεπέζεψαν, κάποιοι πήραν τα άλογά τους και γοργά ανέβηκαν τις σκάλες πρός τα φωτισμένα παράθυρα του πρώτου επιπέδου, στην είσοδο της μεγάλης σάλας. Εκεί τους περίμενε η οικοδέσποινα μιά υπέροχη ημίγυμνη γυναίκα με μάσκα, η οποία τους αγκάλιασε όλους και ξεχωριστά τον καθένα, τον φίλησε στο στόμα και τους παρώτρυνε να περάσουν μέσα αφού προηγουμένως βγάλουν τους μανδύες τους και τα βαριά τους ρούχα. Η οικοδέσποινα ήταν μαύρη, φορούσε λευκά αέρινα σαλβάρια που άφηναν να φαίνεται το γυμνό της κορμί απο μέσα. Ηταν ξυπόλητη αλλά γεμάτη με δαχτυλίδια και αλυσίδες, ειδικά το επάνω μέρος του κορμιού της που άφηνε ελεύθερα τα βυζιά της. Το πρόσωπό της ήταν υπέροχο και τα μαλλιά της μαύρα σε μπούκλες έπεφταν μέχρι το πισινό της. Οι νεαροί αφαίρεσαν τα βαριά τους πανωφόρια, κάθισαν να τους χαϊδέψει παντού και μετά να τους συνοδεύσει στην αίθουσα χορού. Εκεί τους περίμεναν 10 υπέροχες κοπέλλες που φορούσαν πολλές χρυσές αλυσίδες και τίποτ’ αλλο, τα γυμνά τους σώματα χρύσιζαν στο φώς των πολυελαίων, ήταν λευκές, μιγάδες, μαύρες όλες γυμνές και όμορφες. Αμεσως ανακατεύτηκαν μαζί τους, δεν ήταν η πρώτη φορά άλλωστε, γνωρίζονταν καλά.. Στην αρχή χόρευαν κολλητοί μετά άρχισαν να ζευγαρώνουν 2 ανα 1 αγόρι, ο χορός πιο τολμηρός έγινε, χέρια άρχισαν να ψαχουλεύουν και να ξεκουμπώνουν. Οσα κουμπιά αντέχαν κοβόντουσαν, όσα πουκάμισα δεν έβγαιναν αμέσως σχίζονταν, στο τέλος έγινε μία φρενήρης στιγμή που τα κορίτσια έσχιζαν τα ρούχα των νεαρών για μία πίπα, για μία γλώσσα, για ένα γαμήσι, χωρίς εμπόδια..

Και αυτό έγινε μετά, όλοι ανακατεύτηκαν και άρχισαν να γαμιούνται ελεύθερα. Μερικοί τους άρεσε αργά και ηδονιστικά να χώνουν τις πούτσες τους σε στόματα, μουνιά και κώλους, σε άλλους άρεσε το γλείψιμο, να περιτριγυρίζουν τις γλώσσες τους στα κορμάκια των κοριτσιών που τους περίμεναν..άλλοι ήθελαν να γίνουν σκλάβοι τους να τους δένουν και να τους τραβούν. .για όλα τα γούστα υπήρχε κάτι και η βασίλισσα του οργιου, να συμμετέχει μέσα σε όλους και με όλα. Μία νύχτα έρωτα, μουσικής , διασκέδασης που συνεχίστηκε μέχρι το πρωί. Οι κατάκοποι νεαροί, ντυθήκανε με ότι κουρέλι τους είχε μείνει, βάλανε τους μανδύες τους απο πάνω και ακολούθησαν το δρόμο του γυρισμού, πρός το παλάτι του πατέρα τους. Οπου έφθασαν στους κοιτώνες τους, πέταξαν σωρό τα κουρέλια ρούχα τους και γυμνοί παραδόθηκαν στον Υπνο.

Η Αρίσβη τα είχε δεί όλα, έκπληκτη στην αρχή, καυλωμένη στη μέση και πιασμένη στο τέλος απο την υπερβολική μαλακία, έπαιζε το πουλί της όλο το βράδυ. Τις αναγνώρισε τις 10 κοπέλλες ήταν γνωστές της πριγκίπισες, μαζί με τις σκλάβες τους, όσο για τη βασίλισσα, ήταν η ίδια της η αδελφή, όμως δεν ήξερε το λόγο που γινόταν αυτό το πανηγύρι. Θυμήθηκε όμως κάποια στιγμή την αδελφή της να τη προσκαλεί σε νυχτερινές βόλτες για να δούν τις νεράϊδες. Βόλτες που εκείνη είχε αρνηθεί.. που νάξερε! Πήρε το δρόμο του γυρισμού, σκεφτόμενη τι θα έλεγε στο βασιλιά και στον πατέρα της. Ομως δεν χρειάστηκε να προχωρήσει πολύ..χέρια την άρπαξαν, την έδεσαν και τη πήγαν πίσω στο πύργο. Εκεί, η βασίλισσα της βραδυάς (η αδελφή της) αφού την έγδυσε, την ανέκρινε για την αποκοτιά της να τους παρακολουθήσει και μετά όλες οι άλλες κοπέλλες της κάθισαν μερικές ξυλιές στα πισινά να μάθει να μην ανακατεύεται εκεί που δεν τη σπέρνουν.  Ομως το ζητούμενο είχε ήδη ειπωθεί. Οι νεαροί θέλανε να δοκιμάσουν πρώτα τις εκλεκτές της καρδιάς τους πριν κάνουν γάμους, να μη παρουν γουρούνια στο σακί.

Η Αρίσβη, κατακουρασμένη, ταπεινωμένη και πονεμένη απο τις ξυλιές, γύρισε στο παλάτι του πατέρα της και έπεσε ξερή στον ύπνο. Το άλλο βράδυ πλύθηκε, στολίστηκε και ακολούθησε την αδελφή της στη νυχτερινή τους βόλτα για να δούν τις νεράϊδες..

Read Full Post »

Ο καθρέφτης

Οταν με τον Β πήγαμε σε δικό μας σπίτι, μετά το γάμο μας, ένα απο τα πρώτα πράγματα που πήραμε ήταν ένας μεγάλος καθρέφτης που τον τοποθετήσαμε ακριβώς πίσω απο το προσκέφαλο του κρεββατιού μας.
Ολοι οι συγγενείς απορούσαν για τη θέση του καθρέφτη, έλεγαν ότι η θέση του ήταν στο σαλόνι, στο διάδρομο, στη τραπεζαρία αλλά όχι και με τίποτα πίσω απο το κρεββάτι. Εμείς δεν λέγαμε τίποτα..μόνο χαμογελούσαμε.
Γιατί ο καθρέφτης ήταν για τη κοινή μας ηδονή. Μου άρεσε απο νέα να με πηδάει ο Β (είτε απο εμπρός είτε απο πίσω αδιάφορο, δεν είναι στο θέμα αυτό) όταν εγώ είμαι γονατιστή στο κρεββάτι σαν το σκυλάκι. Να στηρίζομαι στα χέρια και στα γόνατά μου, ενώ αυτός με κουτουπώνει απο πίσω και μου πασπατεύει και τα βυζιά. Μέσα απο τον καθρέφτη τον βλέπω που φουντώνει, που σκληραίνουν τα χαρακτηριστικά του όταν καυλώνει και που μαλακώνει όταν χύνει. Κι εκείνος με έβλεπε να ιδρώνω και να καίγομαι απο τον πυρετό της λαγνείας. Επίσης όταν καθόμουνα εγώ απο πάνω, έβλεπα τα βυζιά μου να χοροπηδάνε και χαιρόμουνα. Οταν δε αρχίσαμε και τις παρτούζες, πρώτα με έναν άνδρα και μετά με ζευγάρια, ποιός τη χάρη μας, ο καθρέφτης ήταν η έκπληξη της ημέρας.. βλέπαμε ο ένας τους άλλους απο παντού.
Πέρασαν τα χρόνια και εκεί με κυττάει ο καθρέφτης, μόνος του και γερασμένος. Οπως και εμείς άλλωστε. Βλέπω όμως ακόμη να ροδίζουν τα μάγουλά του όταν με αφουγκράζετε να σας γράφω ερωτικές ιστορίες, ελπίζοντας σε ύστερες ηδονές. Που έρχονται, όχι τόσο συχνά όσο παλιά, είμαι καρδιακιά, κρίμα είναι να μείνω πάνω στο πήδημα με το βρακί μου κατεβασμένο, ντροπή για τα εγγόνια. Κάθε φορά όμως τη γλυτώνω και απολαμβάνω μαζί με τον καθρέφτη μου άλλη μία φορά.

Read Full Post »

Το μπαλκόνι

Οι ζέστες του καλοκαιριού είχαν ανάψει, ο κόσμος όλος έμενε μέσα με τον κλιματισμό ή πήγαινε στις παραλίες. Η Μιράντα όμως δεν είχε κλιματισμό στο μικρό της, σχεδόν φοιτητικό, διαμέρισμα. Δεν τη πείραζε η ζέστη, είχε μάθει απο τη Νότια Αφρική που μεγάλωσε να αντέχει το λίβα. Της άρεσε το διαμερισματάκι αυτό, στη ταράτσα ενός τριόροφου, γιατί είχε θέα σε μεγάλο κεντρικό δρόμο, με πολύ θόρυβο, είχε και λαϊκή αγορά κάθε Τετάρτη μπροστά, το πολύβουο πλήθος της θύμιζε τη πατρίδα. Ετσι τα βράδυα καθόταν στο μπαλκόνι, με σβηστα τα φώτα και κάπνιζε..αφουγκραζόμενη τον αχό του δρόμου.
Η ζέστη της χάϊδευε απαλά τα μαλλιά, γι’ αυτό άλλωστε τα μάζευε σε αλογοουρά, της άγγιζε το κορμί με φουντωμένη διάθεση, γι’ αυτό φόραγε μόνο το πάνω μέρος ενός μαγιώ, ή ένα ελαφρύ βαμβακερό μπλουζάκι χωρίς σουτιέν εννοείτε. Εκανε πολύ ζέστη για να βάλει βρακί, προτιμούσε να κυκλοφορεί χωρίς, όμως για να μην προκαλεί τη γειτονιά σκεπαζόταν με μία πετσέτα όταν καθόταν στο μπαλκόνι της. Να μη φαίνεται το πουλί της απο τους απέναντι. Στα πόδια της δεν έβαζε τίποτα..κράταγε όμως τα παπούτσια της, συνήθως γόβες με τακούνι.
Ερχόταν η λιγοστή δροσιά της νύχτας και της έκαιγε το τσιγάρο τα δάχτυλα. Χαλάρωνε το σώμα της και άνοιγαν τα πόδια, τα όμορφα αυτά μακριά πόδια που ήταν μπλεγμένα στο κιγκλίδωμα. Και άφηναν θέα στους περαστικούς το υπέροχο σκοτεινό της εφήβαιο, που δεν φαινόταν, αλλά που έτσι τους έκανε να ονειρεύονται. Και βέβαια κάποιος της χτυπούσε το κουδούνι. Και εκτός απο ορισμένες περιπτώσεις όχι μόνο του άνοιγε αλλά τον οδηγούσε και στο κρεββάτι, για ηδονές μέσα στους ιδρώτες και τις ανεξέλεγκτες ορμές. Ετσι κι αλλιώς αυτό ήταν και το επίσημο επάγγελμά της.. ιέρεια ενός αγοραίου έρωτα, με δικούς της όρους. Το πρωϊ, σπούδαζε, το βράδυ εργαζόταν για τα εξοδά της, το ενοίκιο και την ηδονή.
Οι πελάτες της πλέον ήταν σταθεροί, τους ήξερε, την ήξεραν. Είχαν εξερευνήσει κάθε πόντο σάρκας, κοιλότητας, οπής, εξογκώματος. Είχαν κάνει έρωτα σκέτο ή και με βοηθήματα και είχαν καταλήξει ότι ο καύσωνας ήταν ο καλύτερος σύμμαχος. Τα ιδρωμένα κορμιά απο τους οργασμούς και απο τη ζέστη, πιστοί αυλικοί του θεού Ηλιου. Την πλήρωναν για αυτή την ηδονή. Και τα δεχόταν με χαμόγελο. Φεύγοντας όλοι έπαιρναν ένα μπατσάκι στον πισινό. Ετσι έπρεπε, ώστε να έχουν λόγο να ξαναγυρίζουν. Οχι όμως κατευθείαν στη πόρτα της, πρώτα έπαιρναν μάτι απο κάτω..τ’ ανοιχτά της πόδια, στο μπαλκόνι μιά νυχτιά φέτος το καλοκαίρι.

Read Full Post »