Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Archive for Μαρτίου 2008

Ο κλέφτης

Κοιμόταν ελαφρά αλλά ήσυχα όταν άκουσε κάτι, ένα θόρυβο, κάτι σαν ομιλίες, σαν ψιθύρισμα. Ανατρίχιασε, ποιός νάναι άραγε μέσα στη μαύρη νύχτα..; Σηκώθηκε στα νύχια..αλαφροπατώντας και βγήκε έξω απο τη κάμαρά της..κλεφτά έφτασε στις σκάλες, είδε το σαλόνι της φωτισμένο, μία λάμπα έρριχνε τις σκιές της πάνω σε δύο ανδρικά πόδια. Φαινόταν ένας άνδρας όρθιος με κατεβασμένο το παντελόνι του ώς κάτω κάτω..υπέροχος ο κώλος του σφιχτός και στρογγυλός.. πρέπει να ήταν νέος και γυμνασμένος, χρόνια είχε να δεί τόσο μεστά καπουλάκια..ο φόβος όμως την επέστρεψε στην πραγματικότητα… μα τι έκανε αυτός ο άνθρωπος, ημίγυμνος στο σαλόνι της μέσα στη νύχτα;tnvargas027.jpg

Ο τύπος έβλεπε τηλεόραση (εξ ού και οι θόρυβοι) κάποια πορνοταινία και συγχρόνως έπαιζε το πουλί του, στο χέρι πρέπει να το είχε και το τρομπάριζε, δεν φαινόταν απο εκεί που στεκόταν. Κρύος ιδρώτας την περιέλουσε, να τρέξει στη κουζίνα ήθελε που είχε αφήσει το κινητό της, να πάρει το 100 και συγχρόνως κύτταζε το χέρι του άντρα να το παίζει. Κατέβηκε σιγά-σιγά όλα τα σκαλιά, έτσι κι αλλιώς η μοκέττα έπνιγε τα βήματά της..απαλά τοίχο-τοίχο κατευθύνθηκε πρός τη κουζίνα..με το ένα μάτι της να κυττάει τον άντρα απο το πλάϊ..θεέ μου τι μακριά που ήταν η πούτσα του, μακριά και λεπτή, της ήρθε να βάλει το χερι στην κυλόττα της, κρατήθηκε, περιπλανήθηκε η ματιά της στη τσόντα όπου 3 νέγροι κουτούπωναν μία ξανθιά..

Χώθηκε στη κουζίνα, άρπαξε το κινητό και σχημάτισε τον αριθμό της αστυνομίας..μόλις είπε δύο κουβέντες, ένα μαύρο χέρι της το άρπαξε και συγχρόνως την έσπρωξε πρός τον τοίχο..τσίριξε και κατόρθωσε να ξεφύγει πρός τις σκάλες.. την κυνήγησε..θέε μου. θεέ μου να ξεφύγει.

Ευτυχώς μπουρδουκλώθηκε στο παντελόνι του, με νεύρα και βρίζοντας το έβγαλε στο λεπτό και γυμνός και καυλωμένος την πέτυχε στο 5ο σκαλοπάτι, την άρπαξε απο τη νυχτικιά και της την κατέβασε σκίζοντάς την μέχρι κάτω. Η κοπέλλα παραπάτησε και έπεσε πάνω στα σκαλιά. Ο άνδρας σφύριξε όταν τα γυμνά και στρουμπουλά της καπούλια ξεπρόβαλαν απο το κυλοτάκι της, το οποίο απο το τράβηγμα της είχε μπεί μέσα, τσάφ έβαλε τις παλάμες του απο κάτω, την βούτυξε απο τα βυζιά και την ακινητοποίησε. Βίαια την σήκωσε ώστε να γονατίσει πάνω στα σκαλοπάτια, στάθηκε πίσω της και της ζύμωσε ξανά τις ρώγες ενώ της δάγκωνε το σβέρκο… Ανατριχίλες άρχισαν να τη ζώνουν, απο την καύλα ή το φόβο, δεν ήξερε ακόμη. Εν τούτοις τσίριξε «βοηθεια, βοήθεια»!

Κόλλησε το πέος του πάνω στα καπούλια της, το χέρι του το ένα κινήθηκε πρός το λαιμό της, της ψιθύρισε στ’ αυτί .» αν ξαναφωνάξεις..θα σε πνίξω», άρχισε να τον τρίβει πάνω της, η γλώσσα του μπήκε στο αυτί της.. πόσο την καύλωνε αυτό.. αχ νάξερε..τα χέρια της ανοιγόκλειναν.. κοντανάσαινε ενώ ο κλέφτης συνέχιζε να τη μπατσίζει με το πέος του..μέχρι πού κλάκ με μία σπρωξιά την έρριξε μπρούμυτα στα σκαλιά και της τον έχωσε ολόκληρο στο πουλί, έφτασε μέχρι τη μήτρα της και γύρευε να μπεί και μέσα.

 «Τι σκρόφα που είσαι, εχεις καυλώσει μόνο με την ιδέα ότι ένας άγνωστος διαρρήκτης σου ξεσκίζει τη τρύπα. Κουφάλα θα σε κάνω, μπρός πίσω μωρή άμα τελειώσω..θα σέρνεσαι. Θα παρακαλάς. Θα σε γυμνάσω εγώ καλά.» Και πράγματι, για τις επόμενες ώρες τον είχε μπάσει-βγάλει πολλές φορές σε όλες της τις τρύπες. Πρώτα στο στόμα για να γλυστράει και μετά πότε στη μία, πότε στην άλλη.

Το πρωϊ της Κυριακής τους βρήκε αγκαλιασμένους πάνω στο χαλί της κρεββατοκάμαρας. Βρώμικους, ιδρωμένους αλλά ευτυχισμένους. Απαλά του χαϊδεψε τα μαλλιά και σηκώθηκε. Εκανε ένα ντούς γιατί κολλούσε ολόκληρη απο σπέρμα και κατέβηκε κάτω να φτιάξει προωινό και για τους δυό τους.

Αλλη μία φαντασίωσή της είχε πραγματοποιηθεί.

Read Full Post »

To παράθυρο

Κουρασμένος γύρναγε κάθε βράδυ απο τη δουλειά του. Σπάνια έτρωγε στο σπίτι του, συνήθως στο γραφείο τσίμπαγε για μεσημέρι κάτι και μετά έτρωγε έξω ό, τι ήθελε με κάποιο ποτό. Μετά είτε συνέχιζε τη βραδυά του σε κανένα μπάρ αν ήταν Παρασκευή, ή προτιμούσε στριπτηζάδικο αν η γκόμενα δεν μπορούσε να βγεί έξω μαζί του. Μπορεί να πήγαινε και με καμιά πόρνη. Και η ζωή του συνεχιζόταν μέχρι το Μάϊο. Γιατί τότε νοικιάστηκε το διαμέρισμα, στο σπίτι απέναντι. Σε μία γυναίκα. Που ζούσε μόνη της μάλλον.

yvesplateau.jpgΕίδε που μετέφεραν τα πράγματά της οι μεταφορείς και εκείνη την έκοψε λίγο ενώ έσκυβε να μαζέψει κάτι, τούρλωσαν τα πισινά της στον αέρα και αμέσως ένοιωσε ένα σφίξιμο στο στομάχι του. Μόλις είχε (ξανα)γαμίσει τη γκόμενά του που κοιμόταν στη κρεββατοκάμαρα και νάτο πάλι όρθιο το πέος του να χαιρετά στρατιωτικά τα καπούλια της γειτόνισσας.  

Απο την ημέρα εκείνη άρχισε να μαζεύεται τα βράδυα στο σπίτι του. Να φέρνει το φαγητό του μαζί και να τρώει μέσα. Μετά τράβαγε τις κουρτίνες, έσβηνε το φώς γδυνόταν απο τη μέση και κάτω, φόραγε τα κυάλια.. και παρακολουθούσε..το παράθυρο της απέναντι.

Η γυναίκα γύριζε απο τη δουλειά της, έκλεινε τη πόρτα πίσω της και μετά άρχιζε να πετάει τα ρούχα της όπου εύρισκε. Δεν έκανε τον κόπο να τραβάει τις κουρτίνες γιατί πίστευε ότι όντας στο ψηλώτερο σημείο της πολυκατοικίας, ποιός θα την έβλεπε; Ποτέ δεν φαντάστηκε τον ηδονοβλεψία διαγώνια που την έτρωγε με τα μάτια. Της άρεσε να κυκλοφορεί ολόγυμνη μέσα στο σπίτι της. Απο το πρωϊ ώς το βράδυ ήταν τσιτσίδι. Ετρωγε, πλενόταν, έβλεπε τηλεόραση, καθάριζε ολόγυμνη. Επίσης γυμνή υποδεχόταν τους φίλους της. Ερχονταν πάντα δύο άντρες μαζί. Τους άνοιγε τη πόρτα φορώντας μία ρόμπα η οποία έπεφτε στο πάτωμα όταν έκλεινε πίσω τους η πόρτα. Την κάθιζαν στα γόνατά τους και τη πασπάτευαν, την έγλειφαν, τους πιπιλούσε εναλλάξ, πιπίλαγε τον έναν ενώ ο άλλος της τον έχωνε και μετά πιπίλαγε τον άλλον. Μετά τους σερβίριζε και τρώγανε και οι τρείς τους, πάντα γυμνοί. Μερικές φορές κοιμόντουσαν μαζί, άλλες πάλι φεύγανε και κοιμόταν μόνη της. Στο διάστημα αυτό ο ηδονοβλεψίας μας τόπαιζε συνέχεια, έχυνε, του ξανασηκωνόταν και ξαναέχυνε μέχρι που δεν άντεχε άλλο. Αν η βραδυά τελείωνε νωρίς και τον βαστούσαν τα πόδια του έβγαινε έξω και ψάρευε καμμιά πόρνη, την οποία πήδαγε σχεδόν επιτόπου στο πίσω κάθισμα, ώστε να του φύγει η κάψα. Προσωρινά πάντα.

Το μοιραίο Σάββατο ήρθε. Η γειτόνισσα μαγείρευε πυρετωδώς. Γυμνή βέβαια. Εστρωνε το τραπέζι, ταχτοποιούσε τα μαχαιροπήρουνα.. Στις 9 το βράδυ άρχισαν να καταφθάνουν οι καλεσμένοι της…που ήταν όλες γυναίκες. Κανένας άντρας πουθενά. Ηρθαν με τα παλτά τους και τις γούνες τους και όταν τα έβγαζαν εμφανίζονταν να είναι μόνο με τα εσώρουχα. Μερικές φορούσαν κάλτσες, ζαρτιέρες και μεσοφόρια, ενώ άλλες μόνο ένα στρίνγκ. Και γόβες στιλέττο πάντα. Γελούσαν και χωράτευαν η μιά για την αμφίεση της άλλης, μερικές πιο τολμηρές ήδη χαϊδεύονταν.  Ειδε ένα ζευγάρι κοριτσιών που προσπαθούσε η μία να βγάλει το σλιπάκι της άλλης με τα δόντια της μόνο.. κόντεψε να πάθει αποπληξία ο ηδονοβλεψίας μας, κόλλησε το μέτωπό του στο τζάμι, καιγόταν  σαν να είχε 40 πυρετό.

Και τότε χτύπησε το κουδούνι της πόρτας του. Στην αρχή δεν το άκουσε..έπιασε το τρίτο χτύπημα. Ηταν γυμνός, γρήγορα άρπαξε ένα μπλου τζήν το φόρεσε και άνοιξε τη πόρτα. Μπροστά του, μέσα σε ένα ολόλευκο παλτό ήταν η γειτόνισσά του. Χωρίς να του πεί τίποτα, τον πλησίασε και τον φίλησε στο στόμα. Μετά τον τράβηξε πρός τα έξω..ίσα που πρόλαβε να βάλει τα παπούτσια του και να ρίξει κάτι επάνω του. Τον οδήγησε απέναντι στο σπίτι της, απ οπου ακουγονταν γέλια και μουσική. Στο ασανσέρ, άνοιξε το παλτό της και τον άφησε να τη κυττάξει απο κοντά..ήταν τέλεια σύμφωνα με το γούστο του, τα βυζιά της βαριά περίμεναν να τα ζυγίσει στα χέρια του και το αιδοίον της..καστανόξανθο,  καμμία σχέση με τα ξυρισμένα που είχανε οι πόρνες. Το μόνο κόσμημα που φορούσε ήταν ένα φιογκάκι κόκκινο πάνω στις τρίχες του πουλιού της. Αχχχ!

Με το που μπήκε στο σαλόνι με τις ημίγυμνες γυναίκες έπεσε σιωπή. Η γειτόνισσά του στάθηκε απο πίσω του και του κατέβασε το φερμουάρ του παντελονιού του. Πετάχτηκε αγριεμένο το πέος του έξω, κόντευε να σκάσει. Και μετά έγινε πανζουρλισμός. Ολες μα όλες χύμηξαν επάνω του, τον θέλανε τώρα και αμέσως, η μία τον φίλαγε ή άλλη τον χάϊδευε, τον γδύσανε στο λεπτό, τον γλείψανε και άρχισαν να παίζουν μαζί του. Δεν βιάζονταν, όλες θα τον δοκίμαζαν κι άν κουραζόταν..θα συνέχιζαν να παίζουν μεταξύ τους. Τι το ωραιότερο, ε;

Read Full Post »

missfruitsalad_mor.jpgΠροτού φύγει η Αποκριά είχαν ετοιμάσει και το καλύτερο κοστούμι τους. Ολο το χειμώνα το σκέφτονταν και το ετοίμαζαν. Το τελευταίο σβκ όμως θα πραγμάτωναν το όνειρο. Εβγαλαν νωρίς τα εισιτήριά τους και πακετάρισαν τις βαλίτσες. Πήραν άδεια απο τη δουλειά απο την Παρασκευή και έφυγαν για ..τον προορισμό τους. Η Χ και ο Ψ.

Φθάσανε στη χώρα προορισμού μετα απο κάποιες ώρες, ταχτοποίησαν τα πράγματά τους στον πύργο που τους υποδέχθηκαν, ντύθηκαν και κατέβηκαν για δείπνο και για να γνωρίσουν και τους συνδαιτημόνες..της φαντασίωσής τους. Φάγανε, γέλασαν, ήπιανε, ανταλλάξανε βλέμματα, κουβέντες, αστεία, κάποια χέρια περιπλανήθηκαν, κάποιες γόβες βγήκαν και εξερεύνησαν γειτονικές γάμπες κάτω απο τα τραπέζια, κάποιες γλώσσες αθώα άγγιξαν μάγουλα. Οι γυναίκες άστραφταν μέσα στις τουαλέττες τους, οι άντρες κούκλοι με τα σμόκιν, ο χορός ξέφρενος αλλά και παθιάρικος. Διάλεγες απλά την αίθουσα που σου ταίριαζε. Και κύτταγες, έψαχνες, σημείωνες εικόνες και πρόσωπα στο καρνέ της μνήμης. Οι ξεχασιάρηδες θα υπέφεραν. Η Χ και ο Ψ όμως είχαν καλή μνήμη.. Φεύγοντας πέρναγαν απο τη μεγάλη πόρτα. Εκεί τους περίμενε ένα πελώριο ποτήρι με λαχνούς. Ενας-ένας  έπαιρνε έναν και τον άνοιγε επιτόπου. Μπροστά σε όλους. Ο λαχνός είχε μέσα ένα βότσαλο. Ασπρο ή μαύρο. Ο Ψ πήρε μαύρο. Η Χ ήλπιζε στο άσπρο..όμως και το δικό της μαύρο ήταν. Τη νύχτα κάνανε έρωτα άγριο και παθιασμένο. Υποψιαζόντουσαν τι θα γινόταν. Ομως διαψεύτηκαν.

Μετά απο ένα γερό πρωϊνό και γύρισμα για σουβενίρ στη πόλη, κατέληξαν πάλι στον πύργο. Συγυρίστικαν, φόρεσαν τα κοστούμια τους και κατά τις 6 το απόγευμα κατέβηκαν κάτω. Πάρα πολλοί μασκαρεμένοι τους υποδέχθηκαν και τι δεν είχε αυτό το πάρτυ, πιερότους, βασίλισσες, μάγισσες, νεράιδες, εξωγήϊνους, τέρατα, δράκους, ζορρό, μαχητές, μάγους, λεοπαρδάλεις, λύκους, γορίλλες. Στις 10 μία φωνή ανήγγειλε ότι τα μαύρα βότσαλα να αποχωρήσουν και να κατέβουν στο υπόγειο.  Η Χ και ο Ψ νόμισαν ότι θα είναι μαζί αλλά γρήγορα τους χώρισαν ανάλογα με το φύλλο τους. Τη Χ την έσπρωξαν σε ένα χώρο όπου της έβγαλαν το κοστούμι της και της πέρασαν  κρίκους , στις ρώγες, στη κλειτορίδα, στους λογούς των αυτιών της και στη μύτη. Την άλειψαν με λάδι για μασσάζ και μετά τις έβαλαν δερμάτινα λουράκια στα πόδια της (στο ύψος των αστραγάλων), στους καρπούς των χεριών και στο λαιμό της. Μετά την έδεσαν πάνω σε ένα τραπέζι ανάσκελα, με ανοιχτά χέρια πόδια, της βάλανε απο ένα δονητή στις τρύπες, ένα στο πουλί της, ένα στον πρωκτό και ένα στο στόμα της. Την άφησαν και έφυγαν. Υστερα απο λίγο αφού είχε τρελλαθεί να χύνει και να φωνάζει, μπήκε ο Ζορρό , της έβγαλε τον δονητή του πρωκτού, τη γάμισε, έχυσε επάνω στη κοιλιά της, της ξανάβαλε τον δονητή και έφυγε.  Μετά μπήκε ένας γορίλλας, τη πήρε απο μπροστά, της ξαναέβαλε τον δονητή και έφυγε. Αυτό συνεχίστηκε μέχρι που κολλούσε ολόκληρη απο τα χύσια τους, μέχρι τις ρίζες των μαλλιών της. Την πήραν και κανά δυό γυναίκες, τη βάλανε να τους γλείφει το πουλί τους, ενώ της ράντιζαν τα μάγουλα με τα χύσια τους.  Υστερα ήρθαν δύο άντρες γυμνοί απο τη μέση και επάνω με μάσκες κάποιων πουλιών, τη σήκωσαν, της βγάλανε τους δονητές, την έβαλαν μπρούμυτα πάνω σε ένα καναπεδάκι και της έρριξαν καμμιά δεκαριά μπάτσες στον πισινό της. Με ξύλινη κουτάλα. Κάθε χτύπημα και μία τσιρίδα. Απ’ ότι κατάλαβε, έτρωγε τόσες όσες αντιστοιχούσαν στα πηδήματα που είχε δεχθεί.

Τη σήκωσαν, την ξαναπασάλειψαν με πιο παχύ λάδι, της δέσανε ένα λουρί στο λαιμό και σέρνοντάς τη σαν σκυλί την ανέβασαν επάνω. Στο αμφιθέατρο. Για να παλέψει. Με άλλες γυναίκες μέσα στη λάσπη.

(συνεχίζεται) 

Read Full Post »