Τα χειροκροτήματα μετά τη παράσταση στον «Παρνασσό» ατέλειωτα. Τα άνθη έρραιναν τη σκηνή και η Χ υποκλινόταν. Ο ενθουσιασμός του κόσμου έκδηλος, ένα νέο αστέρι, ένα νέο κορίτσι με πολύ ταλέντο ήταν μπροστά τους. Αναψοκοκκινισμένη, έτρεξε πρός τα παρασκήνια όταν έπεσε η αυλαία, να κατουρήσει γιατί θα έσκαγε και μετά να δεχθεί συγχαρητήρια φίλων και γνωστών.
Στη πόρτα τη περίμενε ο δάσκαλος του πιάνου. Δάσκαλός της απο τότε που ήταν 7 ετών. Τώρα στα 17 της, μία αναγνωρισμένη ταλαντούχα πιανίστα, αναγνώρισε τη συνεισφορά του στη Τέχνη. Εσκυψε και του φίλησε το χέρι. Τη σήκωσε με συγκίνηση και την έσπρωξε μέσα στο καμαρίνι της. Η πόρτα κλείδωσε πίσω τους. Είχαν μόλις 10 λεπτά καιρό ωσπου να καταφθάσουν οι πρώτοι θαυμαστές.
«Επαιξα ωραιότερα απο ποτέ» του είπε. Τα μάτια του σοβάρεψαν. Κινήθηκε γρήγορα αρπάζοντάς τη απο τη μέση και αστράφτοντάς της δύο χαστούκια. «Επαιξες τέλεια, όλα όμως δεν τα έδωσες όπως σε δίδαξα. Σαν δάσκαλός σου απέτυχα». Ανοιξε τη πόρτα και βγήκε.
Η Χ κομματιάστηκε, δεν περίμενε τέτοια αντίδραση απο τον αγαπημένο της καθηγητή του πιάνου. Εκείνου που χρόνια καθόταν δίπλα της και της διόρθωνε τα δάχτυλα. Εκείνου που χρόνια της έδινε τέμπο στα κομμάτια που έπαιζε, ξανά και ξανά.
Θυμήθηκε ένα απόγευμα που πήγε για το μάθημα πιάνου, στα 13 της, αναψοκοκκινισμένη απο τα αθώα φιλιά ενός συμμαθητή της. Δεν πρόσεχε στο μάθημα, ούτε έπαιζε καλά. Ο δάσκαλος το πρόσεξε και τη ρώτησε. Με δυσκολία και ντροπή του είπε τι έγινε. Τότε εκείνος τη διεταξε να γθυθεί απο τη μέση και κάτω εντελώς. Την κάθισε μετά στο δερμάτινο σκαμπώ του πιάνου και την έβαλε να παίξει. Εκείνος κάθισε πίσω της και πέρασε τα χέρια του στο που-λί της. Ποτε τα δάχτυλά του πήγαιναν πρός το σουτιέν της, πότε πείραζαν τη κλειτορίδα της, όλο και πιο γρήγορα, άρχισε να τρέμει ενώ τα χέρια της πετούσαν στα πλήκτρα και τα πόδια της χοροπηδούσαν στα πεντάλ..Οι οργασμοί που διαδέχονταν ο ένας τον άλλο έπεφταν πάνω στις νότες. Ποτέ δεν είχε ξαναπαίξει έτσι στη ζωή της. Θα ξαναέπαιζε όμως απο τότε πάλι και πάλι.
Τα μαθήματα πιάνου πήραν έκτοτε άλλη μορφή. Γυμνή έπαιζε πιάνο και δεχόταν τις επιπλήξεις του αν έκανε λάθη, ή ερχόταν αδιάβαστη. Την έδερνε με τη μπακέτα του και μετά την έφερνε σε οργασμούς. Ποτέ όμως δεν τη πη-δη-ξε. Είχε και ο δάσκαλος τις αρχές του παρόλλο που τον παρακαλούσε να το κάνει.
Οι θαυμαστές και η οικογένειά της μπήκαν, τη γέμισαν φιλιά, δώρα, προσκλήσεις.. ναί, ναί θα ερχόταν στο σπίτι, θα πήγαιναν να τα σπάσουν έξω..προηγουμένως όμως ήθελε να περάσει απο το σπίτι του καθηγητή της, «ναί μαμά εκείνου που με ανέδειξε στο ταλέντο που είμαι. Δεν μπόρεσε να παραβρεθεί, έτσι θα πεταχτώ εγώ στο σπίτι του για λίγο και μετά θα έρθω να σας βρώ».
Τον είχε πεθυμήσει έτσι κι αλλιώς. Και τη βέργα του και τα χέρια του και τον ίδιο. Είχε παίξει πολύ καλά και σωστά αλλά χωρίς συναίσθημα για να του μπεί στη μύτη. Τώρα ήταν πιο θυμωμένος απο κάθε άλλη φορα..άρα υπήρχε ελπίδα να τη ξέσκιζε στο γμσι. Βιαστηκά φόρεσε το παλτό της και τρέχοντας σχεδόν πήρε το πρώτο ταξί..