Εδώ και χρόνια έμενε μόνος του στη μεγάλη πολυκατοικία, μαζί με ένα γάτο. Ποτέ δεν βρήκε το θάρρος να πλησιάσει μία γυναίκα, είχε δειλία και φόβο απόρριψης. Βολευότανε συνήθως μόνος ή πλήρωνε πόρνες που τις ψάρευε στα πάρκα. Εκεί τουλάχιστον ήταν αποδεκτός. Είχε όμως ένα φετίχ, του άρεσαν τα γυναικεία εσώρουχα, τα κυλοτάκια. Οχι εκείνα τα πρόστυχα με τις μαύρες δαντέλες και τα υπονοούμενα, του άρεσαν τα απαλά βρακιά σαν εκείνα που φόραγε η κα Αρετή, η νοικάρισα του 1ου. Νοικοκυρά, 45άρα, παντρεμένη με ναυτικό και μητέρα.
Εβλεπε τη μπουγάδα της στο πίσω μπαλκόνι όταν καθόταν στο δικό του,- δίπλα-δίπλα ήταν τα διαμερίσματά τους. Ηξερε πότε απλώνει και τη κρυφοκύτταγε με την ησυχία του, τα πλατιά της καπούλια τον αναστάτωναν, οι βύζαροι που καμμιά φορά τους άφηνε λεύτερους χωρίς σουτιέν, τον καύ λω ναν απίθανα, του έκοβαν τα πόδια. Τρελλαίνονταν με τις κυλότες της, τη φαντασιωνόταν μέσα τους και έ χυ νε αμέσως. Μετά οι φαντασιώσεις δεν έφθαναν, ήθελε και τα κυλοτάκια, να τα πιάσει στα χέρια του. Ετσι άρχισε τις νύχτες να κατεβαίνει κάτω και να τραβάει το σκοινί της απλώστρας,μέχρι που τόρριχνε..έπαιρνε τις κυλότες που του άρεσαν και γινόταν καπνός.. Το βράδυ εκείνο, τις φόραγε και τό παιζε, τό παιζε, τό παιζε με φούλ ηδονή.
Κάποια στιγμή βέβαια το θέμα πήρε διαστάσεις γιατί η γυναίκα παραπονέθηκε στο διαχειριστή και άρχισαν να παρακολουθούν οι γειτόνισσες για να συλλάβουν επ αυτοφώρο τον ανώμαλο… Και εκείνος πάλι κρατιώνταν με τα δόντια..γιατί πλέον η γυναίκα έβαζε πιο ερεθιστικά βρακάκια στην απλώστρα..σαν να τουλεγαν..»πιάσε μας αν μπορείς».. Τα ήθελε, ιδιαίτερα αυτό!
Ετσι μία νύχτα πέρασε σαν τη γάτα απο το χώρισμα και βρέθηκε στο διπλανό μπαλκόνι…με συγκίνηση έβγαλε το κόκκινο βρακάκι απο τα μανταλάκια που το κρατούσαν, το έβαλε στο στόμα του και ετοιμάσθηκε να περάσει πάλι στο διαμέρισμά του…όταν τσάφφφφ! Τα φώτα του μπαλκονιού άναψαν και η κα Αρετή βρέθηκε μπροστά του κρατώντας ένα σκουπόξυλο..
Επεσε ο φίλος μας στα γόνατα «για το Θεό, μη το πείτε πουθενά, μη με κάνετε ρεζίλι, λυπηθείτε με.» Της είπε κι άλλα, την εκλιπάρισε να δείξει κατανόηση, ένας θαυμαστής ήταν στο κάτω-κάτω. Εκείνη έδειξε να δέχετε τις ικεσίες του, τον ακολούθησε μάλιστα στο διαμέρισμά του. Εκεί απαίτησε να παραλάβει όλες τις κλεμμένες κυλόττες της..με πόνο ψυχής τις παρέδωσε, δακρύζοντας. Ηταν όλες λερωμένες με ξερά σπέρματα, δυστυχώς! «Ωστε γουστάρεις να τρίβεσαι στις κυ λό τες μου, ψυχάκια!» τον αποπήρε αυστηρά. «Θα σε μάθω εγώ, γδύσου, τσιτσιδώσου, θα σε τιμωρήσω όπως σου αξίζει»..πάνιασε ο φίλος μας, τρόμαξε. Αλλο η φαντασίωση άλλο η πραγματικότητα, αυτη δεν αστειεύεται, κούναγε τη σκούπα απειλητικά..άρχισε να γδύνεται, πουκάμισο, φανέλα, παντελόνι, παπούτσια, κάλτσες..δίστασε για το σώβρακο, το κοντάρι της σκούπας όμως του πίεσε τ’ αρχ ι δι α, τόβγαλε στα γρήγορα και το πέταξε σε μιά μεριά.. «πηγαινε μάζεψέ το γάϊδαρε, με τα 4 πήγαινε» φώναξε η Αρετή..πράγματι μπουσουλώντας της το έφερε. Του τόχωσε στο στόμα του θέλοντας και μή.
Μετά ..έγινε το σώσε. Με μία βέργα που στην άκρη έιχε φτερό που ξεσκόνιζε, του κάθισε καμμιά 10αριά ξυλιές στο πισινό..κάθε που μούγκριζε έτρωγε 1 παρα πάνω «για να μάθεις κλεφτρόνι» . Σαν της μαϊμούς έγινε ο κώ λος του και ο πόνος πολύς. Μετά τον γύρισε ανάσκελα και τότε την είδε.. ήταν ολόγυμνη και φορούσε 1 ακόμη κυλοτάκι… με φιογκάκι που ίσα σκέπαζε την ήβη της. Του σηκώθηκε αμέσως..»γλείψε το βρακάκι μου – χωρίς χέρια ηλίθιε», τσάφ! δύο χαστούκια στα μάγουλά του επειδή προσπάθησε να την αγγίξει..
Εγλειψε το θεσπέσιο κυλοττάκι τόσο πολύ που ήταν σαν να το είχαν βάλει σε λεκάνη με νερό..τον άφησε να της το βγάλει μετά και απαίτησε απο τη γλώσσα του να υγράνει τα μπούτια της, τα παχουλά της καπούλια, τα βυ ζιά και τέλος να τη γεμίσει φιλιά. Πρίν τη πηδή ξει είχε η γυναίκα οργασμό που επαναλήφθηκε με τη είσοδό του στο μου νι της. Μου νί πηγάδι αλλά και εκείνος ήταν αναπτυγμένος.. ένας λόγος που δεν τον πλησίαζαν οι μικρές, μη τις ξε σχίσει. Σαν να γα μου σε τον ωκεανό, σαν να πή δα γε το κύμα.. Κρατήθηκε να μη χύ σει όσο μπορούσε.. και όταν ο πίδακας τη περιέλουσε, χαλάρωσε. Τότε εκείνη έβγαλε απο τη τσέπη των ρούχων της άλλο ένα κυλοτάκι πιο σέξυ αυτή τη φορά.. η καύ λα του χτύπησε ταβάνι. Και ξανά, ξανά, ξανά…αυτό γινόταν. Ωσπου να γυρίσει ο ναυτικός και να τη βρεί ώριμο καλολαδομένο φρούτο.. Οι ναυτικοί όμως αργά ή γρήγορα φεύγουν..τους καλεί η θάλασσα.