Ανταμώσαμε ξανά στη Νέα Υόρκη. Είχα χρόνια να σε δώ παρόλλο που μάθαινα νέα σου. Την τελευταία φορά που με είδες έπαρνα το πτυχίο μου.. ήσουνα και στη τελετή.. μετά με συνόδευσες σπίτι μου. Με το που μπήκαμε μέσα γονάτισα και μπουσούλισα πρός το σαλόνι. Μου σήκωσες το φόρεμά μου και με κουκούλωσες. Αρχισες να τρίβεσαι στη κυλότα μου και να μου λές τι θα μου κάνεις στη συνέχεια. Μου ξεκούμπωσες το σουτιέν και μου άνοιξες τα μπούτια…Εσκυψες επάνω μου και μ’ ευχαρίστησες ψιθυριστά που είχα τα μαλλιά μου σε κοτσίδες.., καύλωνες με το που τις έβλεπες γιατί ήξερες τι θα έκανες. . Εσπρωξες τη κυλότα στο πλάι και μου τον έχωσες στο μουνί μου, που είχε εν τω μεταξύ χύσει.. ήταν θεσπέσια η αίσθηση του πηδήματος, σαν να με πηδούσε ένας ξένος και όχι εσύ, ένα ξένος που με κουκούλωνε για να μην τον δώ. Ενας ξένος που δεν μου χαριζόταν με γλυκόλογα, αντίθετα με έλουζε με προστυχιές. Μίλα μου βρώμικα γιατί καυλώνω. Χύνεις μέσα μου και όχι απέξω.. αν με γκαστρώσεις με γκάστρωσες.. θα το κρατήσω γιατί είναι δικό σου.
Μου βγάζεις τα εσώρουχα και το φόρεμα, γδύνεσαι και εσύ αλλά δεν σε βλέπω.. ακουμπάω το σαγόνι μου στο πάτωμα και τουρλώνομαι.. σε θέλω, απο παντού σε θέλω.. Ακούω να σκίζεις το φακελάκι του προφυλακτικού.. θα με πάρεις απο πίσω και δεν θέλεις να το ρισκάρεις, δεν συμπαθώ τα κλύσματα.. Μπαίνεις αργά και βγαίνεις γρήγορα.. Αρπάζεις τις κοτσίδες μου και τις τραβάς σαν τα γκέμια ενός ατίθασου αλόγου όταν μπαίνεις και εγώ ανασηκώνω τον κορμό μου σαν τόξο, αρπάζεις τα βυζιά μου όταν βγαίνεις και αγκομαχάς..ο οργασμός σου εκεί αργεί, ο δικός μου σκάζει..και τρέμω ολόκληρη.. Μετά πάμε στο μπάνιο και σε πλένω πρώτα με τη γλώσσα..και με πλένεις τσιμπώντας τις ρώγες και το πισινό. Τυλιγμένοι στα μπουρνούζια μας, καπνίζουμε στο σαλονάκι μου που δεν έχει μπαλκόνι. Μου υπόσχεσαι να βρεθούμε στη Νέα Υόρκη, στον ουρανοξύστη με μπαλκόνι. Σε πιστεύω.
Ανταμώσαμε μετά απο 15 χρόνια…έχεις γκριζάρει και έχω κόψει τα μαλλιά μου κοντά.. Με κάλεσες στο σπίτι σου στον ουρανοξύστη.. ίσως να έχει μπαλκόνι.. να θυμάσαι άραγε την υπόσχεση ; Είναι πρωϊ όταν μπαίνω και τα παράθυρα έχουν ανοιχτές τις κουρτίνες.. Κλείνεις τη πόρτα, μ’ αγκαλιάζεις και με φιλάς αργά και μετά παράφορα.. μόνο φιλιά, κατεβαίνεις στο λαιμό, «ξεκουμπώσου» μου λές και το κάνω, ξεκουμπώνω τα κουμπιά μου και πέφτουν τα ρούχα μου σαν φύλλα του φθινοπώρου.. Με φιλάς παντού, τις ρώγες μου τις πιπιλάς, δαγκώνεις τις μασχάλες μου και τρέμω..απο εκσταση, βάζεις τη γλώσσα σου στον αφαλό και παίρνεις τη κλειτορίδα στα δόντια σου, με γυρίζεις μπρούμυτα και γλείφεις τη ραχοκοκαλιά μου, καυλώνω εκεί αφάνταστα, πρίν καταλήξεις στο κώλο μου.. Χώνεις μέσα ένα μικρούτσικο δονητή «νέας γενιάς» όπως που τον περιγράφεις, κουνιέται μέσα μου και τρελλαίνομαι, τι θεϊκό πράγμα είναι τούτο. Μου λές ότι πολλές τον φοράνε και στη δουλειά..και υπόσχεσαι να τον φοράω όλες τις ημέρες που θα είμαι στη ΝΥ..όπου κι αν πηγαίνουμε. Θα μου τον βγάζεις μόνο στο σέξ. Βγάζω μιά κραυγή και χύνω.
Είμαι ανάσκελα στο κρεβάτι, με τραβάς απο τα πόδια και κάνουμε ένα ωραίο 69, ακόμη μπορώ να πάρω όλο το πέος σου στο στόμα μου, θυμάμαι πόσο αντιδρούσα παλιά.. Με γλείφεις εκεί κάτω και τρελλαίνομαι.. χύνω κρουνούς.. Σηκώνεσαι και εκσπερματίζεις στα βυζιά και στη κοιλιά μου.. τυλιγόμαστε σε ένα κοντό μπουρνούζι γιατί λαχανιάσαμε. Δεν κάνουμε μπάνιο. Απλά βγαίνουμε στο μπαλκόνι σου, στον 55ο όροφο.. όλη η Νέα Υορκη μπροστά μας..και απο πάνω μας θεόρατοι οι όροφοι άλλων ουρανοξυστων. Το μπαλκόνι είναι άδειο απο φυτά για να μην κόβουν τη θέα, έχει όμως αναπαυτικά καναπεδάκια. Καθόμαστε δίπλα-δίπλα στο καναπεδάκι και πίνουμε ένα κοκτέηλ…το χέρι σου πάει στο μπούτι μου..ανεβαίνει πρός τα πάνω, χαλαρώνει τη ζώνη και ανοίγει η ρόμπα, «μη μας δούν οι απέναντι», του λέω.. «σκοτιστήκαμε» μου λέει και γελάμε.. Κάθομαι αλογάκι επάνω του ολόγυμνη και με πηδάει..τα στήθη μου «κυττάνε τη θέα της Νέας Υόρκης..με πηδάει καλά και χύνω κουβάδες, με μαλλώνει που δεν έχω κοτσίδες που δεν θα είμαι πάλι το αλογάκι του, μου λέει τι θα μου κάνει για τιμωρία τις επόμενες μέρες που θα είμαι εκεί.. Μου επιτρέπει μετά να τον πάρω πίπα, γονατιστή στο μπαλκόνι των ονείρων μου.
Βγαίνουμε απο το σπίτι του το βραδάκι να πάμε για φαγητό. Ξάφνου πέταλα απο διάφορα λουλούδια πέφτουν επάνω μας απο τον ουρανό, σηκώνω τα μάτια είναι κάποια ζευγάρια, άντρες και γυναίκες απο τους γύρω ουρανοξύστες που ζητωκραυγάζουν. Είχαν πάρει μάτι το θέαμα, με το παραπάνω. Υποκλίνομαι.