Καθόταν στην εσωτερική θέση του πούλμαν, κοντά στο παράθυρο. Οχι ότι έβλεπε και τίποτα μέσα στη νύχτα, αραιά και πού τα φώτα κάποιων περαστικών κτιρίων. Είχαν ξεποδαριαστεί όλη τη μέρα σε αξιοθέατα, είχαν φάει και τώρα επέστρεφαν στο ξενοδοχείο τους, μιά ωρίτσα διαδρομή. Οι γονείς του κάθονταν μπροστά, εκείνος ακριβώς απο πίσω τους. Εβλεπε το κεφάλι της μητέρας της ακουμπησμένο στο τζάμι, χαλαρό να λικνίζεται – κοιμόταν του καλού καιρού. Και εκείνος σαν να γλάρωσε λίγο..μέσα στο λήθαργό του αισθάνθηκε ένα ρίγος. Κάτι ελαφρύ κινείτο πάνω στο γυμνό του μπούτι που το άφηνε ακάλυπτο το σόρτς. Αναδευτηκε στον ύπνο του και άνοιξε τα πόδια του. Μαζί μισάνοιξε και το ένα του μάτι. Και είδε.
Δίπλα του καθόταν μία γυναίκα, νέα αλλά όχι συνομίλική του, θά είχε σίγουρα περάσει τα 30, ενώ αυτός ξεκίναγε το Λύκειο. Ηταν αρκετά σέξυ, την είχε προσέξει στην αρχή του ταξειδιού, οι μπλούζες άνοιχτές είχε πλούσιο στήθος, χθές στην πισίνα του ξενοδοχείου δεν ξεκόλλαγε τα μάτια του απο πάνω της, ένα στρινγκ φόραγε και γελούσε με τον πληθωρικό της συνοδό. Κι άλλα μάτια τη κυττούσαν όχι μόνο τα δικά του. Σιγά να μην ασχοληθεί με το πιτσιρικά. Ομως νάτη τώρα δίπλα του. Ο συνοδός της δεν είχε έρθει στη βόλτα. Ακουμπούσε το βυζί της στο μπράτσο του και είχε ένα μπουφαν τυχαία ριγμένο στα πόδια της. Ετσι σκέπαζε το δεξί της χέρι που ψηλαφούσε τα μπούτια του. Τα μακρυά της κόκκινα νύχια απαλά παίζανε με τα μπατζάκια του..ναί είχαν φθάσει ψηλά. Του είχε σηκωθεί ήδη, κόντευε να σπάσει το φερμουάρ του, πήρε βαθιά ανάσα και γύρισε πρός το μέρος της με μισόκλειστα μάτια – την ίδια στιγμή του κατέβασε το φερμουάρ.
Ενώ εκείνος ακουμπούσε το στόμα του στο στήθος της, προσπαθώντας να φθάσει τη μία ρώγα, εκείνα τα δάχτυλά της άρχισαν να του παίζουν το πουλί του, στην αρχή αργά, ναί πιάσε μου και τ’ αρχ.. μετά πιο γρήγορα. Ετοιμος να φωνάξει ήταν, ηξερε ότι δεν θα έπρεπε, έχωσε το στόμα του στα βυζιά της και πιπίλαγε ό,τι εύρισκε σαν τα μωρά. Τα χέρια του προσπαθούσαν να της πιασουν κάτι..αδύνατον ήταν η θέση του τέτοια που απλά δεν γινόταν. Ενώ το δικό της χέρι άνετα τον έπαιζε. Παρόλλη τη μικρή του ηλικία, το πέος του ήταν το μεγαλύτερο της τάξεως, τον είχαν δεί όλοι οι συμμαθητές του στις τουαλέττες και παρόλλο που καμάρωνε για τον θαυμασμό τους, έλεγε και ψέμματα ότι είχε πηδήξει τουλάχιστον 10 φορές την οικιακή βοηθό. Ενώ στην πραγματικότητα, ο μπαμπάς του τη πήδαγε. Αυτός κύτταγε μέσα απο τη τρύπα της κλειδαριάς. Την πήδαγε μισοντυμένη, τη γύρναγε απο την άλλη, εκείνη έσκυβε και της τον έχωνε γρήγορα μην ακουσθούν. Αλλες πάλι φορές, όταν έλειπε η μαμά του, την ξεγύμνωνε, τη γονάτιζε και του έπαιρνε πίπα. Μετά τη πήδαγε και για να μην ακούγονται οι φωνές τους, έβαζαν δυνατά ραδιόφωνο. Ναί η οικιακή βοηθός του άρεσε. Ομως ποτέ δεν τον είχε αγγίξει. Προτιμούσε τον βαρβάτο μπαμπά του φαίνεται.
Το χέρι τον έσφιξε ξαφνικά και δεν μπόρεσε να κρατηθεί, έχυσε έναν πίδακα επάνω του, η κραυγή του πνίγηκε μέσα στο στόμα της, του πήρε όλη του τη φόρα η γλώσσα της που τον έπνιξε. Του έδωσε ένα χαρτομάντηλο και κάπως σκουπίσθηκε. Είχαν σχεδόν φθάσει. Κούμπωσε με χίλια βάσανα το παντελόνι του γιατί το πουλί του ήταν ακόμη λίγο σηκωμένο. Κατεβαίνοντας την είδε που έγλειφε τα δάχτυλά της. Ναι, η εκδρομή ξεκίναγε πολύ καλά. Αύριοι θα πήγαιναν να δούν τη Γκίζα, ίσως όμως να μη πήγαινε μαζί τους.. Ετρεξε να τη προλάβει, να της το πεί.