Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Archive for Ιουλίου 2011

Καύσωνας

Η καλύτερη εποχή άμα είσαι γυναίκα. Φοράμε αυτα τα μακριά χαλαρά φορέματα, με σφηκοφωλιές στο μπούστο ή τιραντάκια που πάντα συνοδεύονται απο μία φαρδύτερη φούστα. Που είναι εμπριμέ και μπόλικη. Πάρα πολύ δροσερά, ιδιαίτερα άμα έχεις μικρά βυζάκια και είσαι και νεαρή. Δε σου χρειάζεται το σουτιέν, ανεβάζεις ψηλά το φόρεμα, σφίγγεις τη σφηκοφωλιά και νάτο το πάνω μέρος έτοιμο. Το κάτω είναι ακόμη ευκολώτερο. Δε φοράς τίποτα απο κάτω. Δε φοράς κυλόττα, στρίνγκ, βρακί, πές το όπως θέλεις, δεν το φοράς. Αφήνεις το μουνί σου ν’ αερίζεται. Να κουνιούνται οι τρίχες σου με το παραμικρό λίκνισμα. Ν’ αερίζεται ο ποπός σου χωρίς λάστιχα και σφιξίματα επιτελους.
Περπατάμε ξέγνοιαστες στη Πανεπιστημίου, ανάμεσα απο κόσμο και κανείς δε μοιράζεται το μυστικό μας. Πάίρνουν μάτι μόνο οι πλάκες των πεζοδρομίων, αλλά δε το λένε πουθενά. Μάτι παίρνουν αυτοί που μας βλέπουν απο κάτω, όπως στο νέο Μουσείο της Ακρόπολης που πήγε η κόρη μιας φίλης με φορεματάκι έως το γόνατο και το μουνάκι αεράτο. Αν ήμουνα νεώτερη θα πήγαινα απο τις πρώτες..μόνο για να αισθάνομαι τα σαστισμένα μάτια των αρσενικών να σκουραίνουν απο έκπληξη και μετά ..να παρατάνε και τα αρχαία και τα νέα και να με ψάχνουν στο πάνω όροφο. Να με κυττάνε, να το νοιώθω..τάχα να με σκουντάνε, ένα μπράτσο όλως τυχαίως περνάει πάνω απο το πισινό μου..μμμ! Σας περιμένω μάγκες..ελάτε να με πιασετε, αν σας βαστάει, μέρα μεσημέρι στο βωμό της κουλτούρας. Θα καύλωνε το μουνάκι μου απίστευτα όταν θα περνούσε πάνω απο τα κεφάλια των λάγνων θα έχυνε όταν με περιτριγύριζαν στη ταράτσα πιά όλοι αυτοί, δήθεν τυχαία.
Θα έφευγα. Κάποιος θα με έπαιρνε απο πίσω, θα με ζύγωνε, θα με έπιανε αγκαζέ. Θα με οδηγούσε σε κάποιο χώρο δικό του όπου θα μπαίναμε μέσα και εκεί στα όρθια θα με πήδαγε. Πολύ και αγρια. Θα με πασάλειβε με χύσια. Μετά θα μου κατέβαζε τη φούστα του φορέματος, θα μου ανέβαζε τη σφηκοφωλιά του μπούστου και θα φεύγαμε. Απλυτοι. Αγνωστοι. Δε θα ξαναβρεθούμε.
Παλιά όταν ήμουνα νέα τα καλοκαίρια φόραγα φούστα χωρίς κυλότα και έμπαινα στον Ηλεκτρικό μαζί με τον άνδρα μου το Β. Που μου κόλλαγε μέσα στο συνωστισμό, συνήθως απο πίσω και τριβόταν πάνω στο κώλο μου. Καμμιά φορά μου κόλλαγε και κανένας άγνωστος απο εμπρός και πασπάτευε εμβρόντητος το πουλί μου, πάνω απο το λεπτό ύφασμα.. Μετά πηγαίναμε με το Β σε ένα φτηνό πηδηχτοξενοδοχείο και με έπαιρνε μισοντυμένη σα πόρνη. Μου πήδαγε το στόμα, το μουνί, το πισινό, με πασάλειβε και μετά φεύγαμε πάλι με το τραίνο..μέχρι το σπίτι μας.
Αραγε οι νέες κοπέλλες το κάνουν σήμερα αυτό;

Read Full Post »

Τολμη

Την έτρωγε με τα μάτια πολύ ώρα. Ηταν η πιο κεφάτη, γελαστή, σέξυ γυναίκα στο μπάρ.Με μαύρο φόρεμα που άφηνε ακάλυπτο το πλούσιο της στήθος, ενώ κόλλαγε στο πισινό της..αφήνοντας να εννοηθεί την απουσία κλασσικού εσώρουχου. Με μακριά νύχια που τον καύλωναν..ήδη τα φανταζόταν να γδέρνουν τη πλάτη του. Την ήθελε, αλλά η γυναικα συνοδευόταν απο 2 μαντραχαλάδες, ενώ αυτός ..ήταν μικρός. Εφηβος. Για να αποδείξει ότι μεγάλωσε ντε, ξυριζόταν 2 φορές την εβδομάδα..έλεγε. Κάθε μέρα όμως τράβαγε μαλακία..και περίμενε. Τίποτα όμως δεν ερχόταν.
Τη πλησίασε και στάθηκε δίπλα της με τη πλάτη. Απόσταση αναπνοής. Η επιθυμία του γι’ αυτήν τον πλημμύρισε τόσο που ζαλίστηκε..του ξέφυγε το ποτήρι απο το χέρι..όλα γκρίζα. Κάτι δροσερό στο μέτωπό του, άνοιξε τα μάτια. Ηταν ακουμπισμένος σε ένα τοίχο – είχε λιποθυμήσει μάλλον – και η σέξυ γυναίκα στεκόταν απο πάνω του ανήσυχα. Το βλέμμα του έπεσε στη διχάλα του ντεκολτέ της, οι σκούρες ρώγες απο τα βυζιά της φαινόντουσαν..Αναστατώθηκε, έκλεισε τα μάτια, ήθελε να πεθάνει τη στιγμή εκείνη. Της ντροπής που σωριάστηκε μπροστά της, της ντροπής που δεν τολμά να χουφτώσει τα βυζιά. Τον κύτταξε έντονα. Και μετά άλλαξαν όλα.
Τον έβαλε στο αυτοκίνητό της και είπε στους φίλους της ότι θα τον πάει σπίτι του. «Ονειρο θάναι» σκέφτηκε..ο νεαρός, «ούτε ποιός είμαι ξέρει, πόσο μάλλον το σπίτι μου». Φτάσανε σε ένα σπίτι και μπήκαν στο υπόγειο γκαράζ. Εκεί, τον βοήθησε να σηκωθεί και υποβαστάζοντάς τον, τον οδήγησε σε ένα μεγάλο μπάνιο.. όλο καθρέφτες. Τα χέρια της του έβγαλαν τα ρούχα όλα, κοκκίνησε όταν ήταν να του βγάλει και το βρακί του..δεν ήθελε κατα βάθος ντράπηκε. Εκείνη γέλασε, «κράτα το προπήγιο σου», του είπε. Τον έσπρωξε μαλακά πρός τη μπανιέρα. Ξάπλωσε ο μικρός μέσα, έβγαλε και το βρακί του μετά, δεν φαινόταν το πουλί του, το έκρυβε ο αφρός. «Τώρα θα φύγει και θα μείνω μόνος..να μουλιάσω στο όνειρο..» οχι όμως δεν έφυγε, αντίθετα κατέβασε το φερμουάρ απο το μικρό μαύρο της φόρεμα. Ηταν γυμνή απο μέσα. Αποσβολωμένος τη παρακολουθούσε που τον πλησίασε και ..και «τι θα μου ΄κάνει; » ο τρόμος της πρώτης φοράς τον συνεπήρε. Εβαλε το χέρι της μέσα στο νερό και τον χάϊδεψε, στο στήθος, γύρισε το πρόσωπό του πρός εκείνη, ήρθε κοντά, ένα φιλί. Μόνο ένα για σένα, babe. Ανάσα. κι άλλο . ναί θα πάρεις μη βιάζεσαι. Ενα- ένα τα φιλιά..δώσε μου τα χείλη σου τώρα. Χαλάρωσε.
Βγήκε ο νεαρός απο τη μπανιέρα και η στύση του ήταν πελώρια. «Θα γελάσει μαζί μου» σκέφτεται. Αντ’ αυτού τον σκουπίζει και γονατίζει μπροστά του. Φιλί, όχι στο στόμα. Για γλώσσα σαν της γάτας, ένα κύμα τον συνεπαίρνει, θα πεθάνω, του σπρώχνει τα χέρια του μακριά, «άσε με». «Μα τι κάνει ; » Κι άλλο. Σταμάτησε και η ηδονή δεν χύθηκε στο πάτωμα. Πνίγεται, παρακαλεί. Τον αγκαλιάζει και τον οδηγεί σε ένα μεγάλο κρεββάτι με πλούσια σκεπάσματα. Ξαπλώνουν και πέφτει επάνω του. Τα χέρια του πάνε σ’ αυτές τις ρώγες που τόσο πόθησε στο μπάρ..τις γλείφει, τις θέλει. Τις πήρε. Η γυναίκα κάθεται πάνω στο πούτσο του που είναι σαν παλαμάρι ντούρος. «Θα πεθάνω» σκέφτεται, μπρός πίσω πάει το κορμί του, τα πόδια του τυλίγονται επάνω της.. σε θέλω, με θέλεις, πάρε με. Σε πήρα και θα σε ξαναπάρω..όσο αντέξουμε.
Κούραση και ιδρώτας. Γυρίζει μπρούμυτα και αποκαλύπτει ένα υπέροχο κωλαράκι. Για φίλημα. Για τσίμπημα, για γλείψιμο. Του κρατάει τα χέρια πάνω απο το κεφάλι του, να μη τραβήξει μαλακία και χύσει..τα χύσια να μείνουν για εκείνη. Τον κωλαράκο όμως του τον περιποιείται καλά.. μετά τον γυρίζει ανάσκελα. Και πάλι. Ξανά. Ξανά. Ξανά.

Οταν ξυπνάει είναι μόνος. Ενα πλούσιο πρωϊνό τον περιμένει στο τραπέζι δίπλα. Κοντεύει και μεσημέρι. Η γυναίκα των ονείρων του άφαντη. Τρώει, πλένεται, ντύνεται και φεύγει. Δεν θα τη ξαναδεί. Φθάνει στο σπίτι του ράκος. Αύριο έχει σχολείο – τούβλο θα είναι. Αποσύρεται στο δωμάτιο του και κλαίει.
Το πρωϊ προτού φύγει για το σχολείο φοράει το χθεσινό παντελόνι του. Κάτι είναι καρφωμένο στο φερμουάρ. Ενα σημείωμα. Με λόγια αγάπης και ένα τηλέφωνο. Αχ!

Read Full Post »