Κύτταξε έξω απο το παράθυρό της προτού φύγει, ο χιονιάς ήταν στο φόρτε του, ο ουρανός μολυβί, ως το πρωϊ θα έρριχνε κι άλλο χιόνι. Τυλίχτηκε με το παλτό της, φόρεσε τις μπότες χιονιού, πήρε φακό, κινητό, σκουφί, γάντια και βγήκε.. Κατευθύνθηκε πρός το παρακείμενο δασάκι, τώρα το χειμώνα γυμνά τα κλαδιά των δένδρων, την άνοιξη όμως σκέτη μαγεία. Κάπου στη μέση του μονοπατιού ήταν το σπιτάκι του φύλακα. Φωτισμένο. Εσπρωξε μαλακά τη πόρτα και μπήκε. Τη περίμενε όπως πάντα χαμογελαστός και ολόγυμνος. Η ζέστη της σόμπας τη τύλιξε καθώς και η λαγνεία που της δάκρυσε τα μάτια. Ξεκούμπωσε το παλτό της και το άφησε να πέσει. Απο μέσα φορούσε μόνο L’air du Temps το αγαπημένο της άρωμα. Γελώντας της έβγαλε τις μπότες και το σκούφο, την κάθισε στα γόνατά του και τη χάϊδευε. Ξαφνικά και απρόσμενα έβαλε το στόμα στο δικό της και τα ρίγη ξεκίνησαν..θα κρατούσαν μέχρι την αυγή. Το θέμα ήταν η γλώσσα του. Ποτέ δεν είχε συναντήσει άνθρωπο με τέτοια γλώσσα, μακριά, λεπτή και ξεθαρρεμένη. Η γλώσσα της ψαχούλευε το στόμα, έφτανε μέχρι το λαρύγγι της αλλά δεν την έπνιγε..σαν δάχτυλο ερωτευμένου την άναβε σιγά-σιγά.. Ονειρα
Η Εύα ήταν παντρεμένη χρόνια με κάποιον που παλιά αγαπούσε αλλά που στη πορεία, βαρέθηκε. Ο άντρας της είχε μεγάλο πουλί και ήταν πολύ περήφανος γι ‘αυτές του τις διαστάσεις, θεωρούσε ότι άπαξ και οι γυναίκες βλέπανε το όργανό του ΄μόνες τους θα ερεθίζονταν, μόνες τους θα τον καβάλλαγαν, μόνες τους θα έχυναν, εκείνος δεν χρειαζόταν να κάνει τίποτα πέρα απο το να το επιδεικνύει. Εντυπωσιασμένη στην αρχή έτσι έκανε, στη πορεία όμως διαπίστωσε πόσο εγωϊστικό τελικά είναι να δέχεσαι και να μη συμμετέχεις..λίγο-λίγο κρύωσε απέναντί του, άρχισε να αποφεύγει, πότε το παιδί είναι άρρωστο, πότε έχω περίοδο..και εκείνος πάντα έψαχνε για ελεύθερες ηδονές και πάντα εύρισκε πρόθυμες απολαύστριες..Η ζωή της θα μπορούσε να συνεχιζόταν έτσι μέχρι που σε ένα γαμήλιο πάρτυ γνώρισε τον Οφ.Ισ. Χορέψανε και σε μία στιγμή που και οι δυό ήταν μεθυσμένοι τη φίλησε. Η μακριά του γλώσσα μπήκε στο στόμα της και έκανε κατοχή, κάθε της τίναγμα της έφερνε καινούργια υγρά στο σλιπάκι της..στο τέλος ζήτησε συγνώμη να πάει να σκουπισθεί στη τουαλέττα..εκείνος γέλασε και την ακολούθησε, όχι στη τουαλέττα αλλά στο κήπο. Της κατέβασε το σλιπάκι και με τη γλώσσα του σκούπισε όλα της τα χύσια. Μετά την έντυσε, ωραία και στεγνή και επέστρεψαν στο πάλκο για χορό. Ποτέ δεν μπόρεσε να τον ξεχάσει, ούτε ο΄μως και να τον αποχωρισθεί
Το φιλί είχε τελειώσει η γλώσσα κατέβαινε τώρα στο λαιμό της, στους ώμους μέχρι τις ρώγες, τις μασχάλες, τον αφαλό, τα λακάκκια της πλάτης. Και μετά χώθηκε στο αιδοίο το οποίο ήταν μουλιασμένο υγρά έτρεχαν μέχρι τα γόνατά της. Η γλώσσα μπήκε γρήγορα σκληρά και έφθασε μέχρι τη μήτρα, μαλακά τρύπωσε μέσα και έψαχνε για διόδους ηδονής. Σε κάθε στροφή και ένας οργασμός. Ανάμεσα απο τους οργασμούς έψαχνε για το πέος του που ήταν κανονικών διαστάσεων πρός το μικρό, ευτυχώς να ξεφύγει λίγο απο τους αδιάφορους πελώριους.., το έπιανε στο χέρι της και εκείνο φούσκωνε, μία φορά του ζήτησε να τη πηδήξει κανονικά και εκείνος γέλασε και της είπε ότι είναι αχόρταγη, αλλά δεν της το έβαλε μέσα της μόνο που η γλώσσα του χόντρυνε κι άλλο και της άνοιξε για άλλη μία φορά και την άλλη οδό. Το πέος ήταν μόνο για αναπαραγώγή, της είχε πεί, η γλώσσα φέρνει τον έρωτα. Στο τέλος ξέπνοοι αλλά ευτυχισμένοι χώνονταν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου και γλάρωναν μέχρι το χάραμα.
Μετά ντυνόταν με το παλτό της, τις μπότες, σκούφο γάντια, αγκάλιαζε το γυμνό του κορμάκι για μία ακόμη φορά και ε΄φευγε πρός το σπίτι της. Αμυδρά ακουγόταν ο βόμβος του αυτοκινήτου του που έπαιρνε μπροστά. Το επόμενο ραντεβού τους θα ήταν σε 10 μέρες στη Νέα Υόρκη που θα πήγαινε εκείνος για δουλειές και εκείνη για ψώνια!.