Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Archive for the ‘Παραμύθια’ Category

Παραμύθι

Μιά φορά και ένα καιρό ένας βασιλιάς είχε 12 γιούς αλλά καμμία κόρη. Αυτό δεν τον πείραζε πάρα πολύ γιατί ήλπιζε ότι όταν έρθουν τα παιδιά του σε ηλικία γάμου, όλο και κάποια εγγονάκια θα έβλεπε. Δυστυχώς οι γιοί του δεν έδειξαν ποτέ κανένα σημάδι οτι ενδιαφέρονταν για γαμο, τουλάχιστον οι 6 πρώτοι που ήταν κάπου μεταξύ 17-23 ετών απέρριπταν όλα τα προξενιά  απο τα γειτονικά βασίλεια που τους έκαναν για τις κόρες τους.  Ο βασιλιάς αναστατώθηκε, τους παρακάλεσε, τους ικέτευε να λογικευθούν, αυτοί τίποτα. Κάθε βράδυ μαζεύονταν στους κοιτώνες τους νωρίς και το πρωϊ τους εύρισκε να κοιμούνται κατάκοποι μέχρι αργά. Ομως ο κύρης τους δεν ήταν βλάκας. Υποψιάστηκε ότι κάτι έτρεχε με τους «εν ηλικία γάμου» γιούς του, ίσως να είχαν μπλέξει με μη πριγκήπισσες, κάτι δεν πήγαινε καλά γιατί το βράδυ τα ρούχα τους ήταν καθαρά και σιδερωμένα και το πρωϊ βρεγμένα και λασπωμένα κουρέλια. Ετσι  κρυφά απο τους γιούς του συμβουλεύτηκε φίλο του που είχε μία πανέμορφη κόρη σε ηλικία γάμου (που την είχαν απορρίψει τα καμάρια του) πως να τους παρακολουθήσει να δεί που πήγαιναν νυχτιάτικα και κατέστρεφαν τις φορεσιές τους. Γρήγορα κατέστρωσαν τα σχέδια παρακολούθησης, η κόρη μάλιστα θα ήταν εκείνη που θα τους ακολουθούσε, ντυμένη σαν άνδρας, θα τους έπαιρνε απο πίσω τη νύχτα ώς το τέλος.

Ετσι η κόρη, που την λέγανε Αρίσβη, κάθισε σε μία σκιά πάνω στο άλογό της και περίμενε..τα πριγκηπόπουλα να φανούν, πράγματι εκείνα βγήκαν πηδώντας απο τους κοιτώνες τους με ολοκάθαρες αστραφτερές φορεσιές, καβάλλησαν τ’ αλογά τους και έφυγαν προς νότο. Σε απόσταση και εκείνη πίσω τους. Υστερα απο λίγο κόψανε δεξιά σε ένα σύδενδρο και ξάφνου μπροστά τους υψώθηκε ένας φωτισμένος πύργος εντελώς άγνωστος στην Αρίσβη που υποτίθεται ότι γνώριζε όλα τα μέρη πολύ καλά.  Μπροστά της άνοιξε η πόρτα και κατάπιε τους πρίγκηπες, αφήνοντάς τη απέξω. Αυτό δεν την πτόησε, έκρυψε κάπου το άλογό της και αναρριχήθηκε στις πέτρες του πύργου μέχρι το πρώτο φωτισμένο παράθυρο..και εκεί είδε:

Με το που μπήκαν τ’ αγόρια στο πύργο, ξεπέζεψαν, κάποιοι πήραν τα άλογά τους και γοργά ανέβηκαν τις σκάλες πρός τα φωτισμένα παράθυρα του πρώτου επιπέδου, στην είσοδο της μεγάλης σάλας. Εκεί τους περίμενε η οικοδέσποινα μιά υπέροχη ημίγυμνη γυναίκα με μάσκα, η οποία τους αγκάλιασε όλους και ξεχωριστά τον καθένα, τον φίλησε στο στόμα και τους παρώτρυνε να περάσουν μέσα αφού προηγουμένως βγάλουν τους μανδύες τους και τα βαριά τους ρούχα. Η οικοδέσποινα ήταν μαύρη, φορούσε λευκά αέρινα σαλβάρια που άφηναν να φαίνεται το γυμνό της κορμί απο μέσα. Ηταν ξυπόλητη αλλά γεμάτη με δαχτυλίδια και αλυσίδες, ειδικά το επάνω μέρος του κορμιού της που άφηνε ελεύθερα τα βυζιά της. Το πρόσωπό της ήταν υπέροχο και τα μαλλιά της μαύρα σε μπούκλες έπεφταν μέχρι το πισινό της. Οι νεαροί αφαίρεσαν τα βαριά τους πανωφόρια, κάθισαν να τους χαϊδέψει παντού και μετά να τους συνοδεύσει στην αίθουσα χορού. Εκεί τους περίμεναν 10 υπέροχες κοπέλλες που φορούσαν πολλές χρυσές αλυσίδες και τίποτ’ αλλο, τα γυμνά τους σώματα χρύσιζαν στο φώς των πολυελαίων, ήταν λευκές, μιγάδες, μαύρες όλες γυμνές και όμορφες. Αμεσως ανακατεύτηκαν μαζί τους, δεν ήταν η πρώτη φορά άλλωστε, γνωρίζονταν καλά.. Στην αρχή χόρευαν κολλητοί μετά άρχισαν να ζευγαρώνουν 2 ανα 1 αγόρι, ο χορός πιο τολμηρός έγινε, χέρια άρχισαν να ψαχουλεύουν και να ξεκουμπώνουν. Οσα κουμπιά αντέχαν κοβόντουσαν, όσα πουκάμισα δεν έβγαιναν αμέσως σχίζονταν, στο τέλος έγινε μία φρενήρης στιγμή που τα κορίτσια έσχιζαν τα ρούχα των νεαρών για μία πίπα, για μία γλώσσα, για ένα γαμήσι, χωρίς εμπόδια..

Και αυτό έγινε μετά, όλοι ανακατεύτηκαν και άρχισαν να γαμιούνται ελεύθερα. Μερικοί τους άρεσε αργά και ηδονιστικά να χώνουν τις πούτσες τους σε στόματα, μουνιά και κώλους, σε άλλους άρεσε το γλείψιμο, να περιτριγυρίζουν τις γλώσσες τους στα κορμάκια των κοριτσιών που τους περίμεναν..άλλοι ήθελαν να γίνουν σκλάβοι τους να τους δένουν και να τους τραβούν. .για όλα τα γούστα υπήρχε κάτι και η βασίλισσα του οργιου, να συμμετέχει μέσα σε όλους και με όλα. Μία νύχτα έρωτα, μουσικής , διασκέδασης που συνεχίστηκε μέχρι το πρωί. Οι κατάκοποι νεαροί, ντυθήκανε με ότι κουρέλι τους είχε μείνει, βάλανε τους μανδύες τους απο πάνω και ακολούθησαν το δρόμο του γυρισμού, πρός το παλάτι του πατέρα τους. Οπου έφθασαν στους κοιτώνες τους, πέταξαν σωρό τα κουρέλια ρούχα τους και γυμνοί παραδόθηκαν στον Υπνο.

Η Αρίσβη τα είχε δεί όλα, έκπληκτη στην αρχή, καυλωμένη στη μέση και πιασμένη στο τέλος απο την υπερβολική μαλακία, έπαιζε το πουλί της όλο το βράδυ. Τις αναγνώρισε τις 10 κοπέλλες ήταν γνωστές της πριγκίπισες, μαζί με τις σκλάβες τους, όσο για τη βασίλισσα, ήταν η ίδια της η αδελφή, όμως δεν ήξερε το λόγο που γινόταν αυτό το πανηγύρι. Θυμήθηκε όμως κάποια στιγμή την αδελφή της να τη προσκαλεί σε νυχτερινές βόλτες για να δούν τις νεράϊδες. Βόλτες που εκείνη είχε αρνηθεί.. που νάξερε! Πήρε το δρόμο του γυρισμού, σκεφτόμενη τι θα έλεγε στο βασιλιά και στον πατέρα της. Ομως δεν χρειάστηκε να προχωρήσει πολύ..χέρια την άρπαξαν, την έδεσαν και τη πήγαν πίσω στο πύργο. Εκεί, η βασίλισσα της βραδυάς (η αδελφή της) αφού την έγδυσε, την ανέκρινε για την αποκοτιά της να τους παρακολουθήσει και μετά όλες οι άλλες κοπέλλες της κάθισαν μερικές ξυλιές στα πισινά να μάθει να μην ανακατεύεται εκεί που δεν τη σπέρνουν.  Ομως το ζητούμενο είχε ήδη ειπωθεί. Οι νεαροί θέλανε να δοκιμάσουν πρώτα τις εκλεκτές της καρδιάς τους πριν κάνουν γάμους, να μη παρουν γουρούνια στο σακί.

Η Αρίσβη, κατακουρασμένη, ταπεινωμένη και πονεμένη απο τις ξυλιές, γύρισε στο παλάτι του πατέρα της και έπεσε ξερή στον ύπνο. Το άλλο βράδυ πλύθηκε, στολίστηκε και ακολούθησε την αδελφή της στη νυχτερινή τους βόλτα για να δούν τις νεράϊδες..

Read Full Post »

Παγωτό

Ηταν μία φορά ένας τύπος που ψάρεψε μία θεο-γκόμενα σε ένα μπάρ. Κούκλα, χυμώδης, ψηλή, βυζαρού με ένα κώλο θείο. Το μόνο πρόβλημα ήταν που δεν μίλαγε ο τύπος γρί αγγλικά και δεν καταλάβαινε..
Μη θεωρώντας το τελευταίο, πρόβλημα, κατέληξαν στο κρεββάτι. Γονάτισε λοιπόν εκείνη μπροστά του..και άρχισε να του παίρνει πίπα..Τρελλαθηκε ο τύπος, τα έδωσε όλα.. ΟΜΩΣ.. στη πορεία διαπίστωσε ότι τον δάγκωνε..έβαζε δόντια σε σημείο που άρχισε να πονάει..

Αρχισε να της λέει, μη δαγκώνεις, όχι δόντια..κλπ, αυτή όμως δεν καταλάβαινε..
Τότε τη πιάνει απο τα μαλλιά, τη τραβάει πίσω και της λέει :
«No no souvlaki!

ICE CREAM, ICE CREAM»

Read Full Post »

Η Χιονάτη

xionati.gifΜία μέρα στη μακρινή Ανατολή, ένας Ινδός κόμης ταξίδευε με την ακολουθία του μέσα στη καταχνιά του πρωϊνού. Ξαφνικά τα σκυλιά άρχισαν να γαυγίζουν με μανία και να γογγύζουν. Η πομπή σταμάτησε και οι ανιχνευτές ρίχτηκαν στη περιοχή και με δίχτυα έπιασαν και έδεσαν μία κοπελίτσα. Το κορίτσι ήταν τυλιγμένο με κουρέλια, λευκό με γαλανά μάτια και μαύρα μαλλιά, βρώμικο και τρομαγμένο. Ο Κόμης εδωσε διαταγή, να τη βάλουν σε ένα άλογο και να επιστρέψουν όλοι στο μέγαρό του, το ταξείδι αναβάλλεται επ ‘ αόριστον.  

Ο Κόμης ερωτεύτηκε ΄το κορίτσι με το που το είδε παγιδευμένο στα δίχτυα σαν λαβωμένη τίγρη, είχε λευκό δέρμα, κόκκινα μαγουλάκια, μπλέ μάτια και μαύρα μακρυά μαλλιά. Την ονόμασε «Χιονάτη» και την υιοθέτησε σαν «κόρη» του εγκαθιστώντας τη στο μέγαρό του, σε άλλη όμως πτέρυγα απο τη συζυγό του. Την επισκέπτεται σε καθημερινή βάση, να τη ξυπνήσει, ντύσει, ταϊσει, παίξει μαζί της, βγάλει περίπατο και το βράδυ να τη γδύσει, πλύνει και βάλει στο κρεββάτι της. Το λευκό της δέρμα τον φουντώνει, όπως ξεπροβάλλει απο τη παρθενική της νυχτικιά, τα στρογγυλά της στήθη, τα καμπυλωτά οπίσθια και το εφήβαιο που κουρνιάζει μέσα σε ένα «έτοιμο πρός εξερεύνηση» άγριο δάσος του παίρνουν τα μυαλά.   Τα αισθήματα είναι αμοιβαία. Η Χιονάτη τον περιμένει πώς και πώς να της φέρει όμορφα φορέματα και στολίδια, να τη ντύσει ή να τη γδύσει, το στόμα του αφήνει υγρά ίχνη πάνω στο λαιμό της και η γλώσσα του εξερευνά ακόμη και τις πιό κρυφές πτυχώσεις καταλήγοντας στα δαχτυλάκια των ποδιών της που τα πιπιλάει σαν νανούρισμα, ή μέχρις ότου εκείνη κοιμηθεί.

Η Κόμισσα όμως ζηλεύει. Μία μέρα που ο Κόμης έφυγε για κυνήγήσει πάει στη Χιονάτη. Το κορίτσι πρόσχαρα τη χαιρετά και την μπάζει στο δωμάτιό της. Η προσωπικότητα της μικρής και ο ερωτισμός που αποπνέει πνίγουν την Κόμισσα που ξαφνικά αισθάνεται να ιδρώνει και να ερεθίζεται. Μεταξύ αστείου και σοβαρού, παίρνει τη Χιονάτη στα γόνατά της και σαν παιχνίδι, της βγάζει όλα τα ρούχα. Είναι πραγματικά ένα ώριμο φρούτο, η παράνοια κάθε ανθρώπινου πόθου. Αθώα φιλάει την Κόμισσα στο στόμα. Η τελευταία όμως έχει συμβουλευτεί τον Μάγο της κοινότητας, που την προμήθευσε με ένα μαγικό ραβδί. Γυρίζει το χυτό κορμί στα γόνατά της και μη μπορώντας να αντισταθεί απο το μισοφέγγαρο των οπισθίων, τα θωπεύει και αφήνει τα δάχτυλά της να εισβάλλουν στις οπές που προσφέρονται. Εκείνη του πρωκτού φέρνει τρεμουλο και αναστεναγμούς, εκείνη όμως του αιδοίου προκαλεί αντίσταση και δάκρυα. Η Κόμισσα εξοργίζεται. Διαπιστώνει ότι ο άνδρας της δεν την ξεπαρθένεψε ακόμη γιατί  την ερωτεύτηκε. στη γυάλα θα την βάλει, κορώνα στο κεφάλι του. Οι ελπίδες της για γρήγορη διακόρρευση που θα οδηγούσε στην επανάληψη του πάθους και μετά στη βαρεμάρα της μονοτονίας, διαψεύθηκαν. Η Χιονάτη πρέπει να εξοντωθεί. Θυμωμένη σηκώνει το μαγικό ραβδί και χτυπάει δυνατά τον ποπό της μικρής 3 φορές. Το κορίτσι ξεφωνίζει μετά απο κάθε χτύπημα και στο τέλος λιποθυμάει.

Η Κόμισσα τα έχει σχεδιάσει όλα. Εμφανίζεται ο Μάγος και τυλίγει το λιπόθυμο σώμα με ένα ριχτάρι. Εχει οδηγίες να το αφήσει στη μέση της σκοτεινής ζούγκλας, βορά για τα θηρία. Φθάνοντας όμως σε ένα ξέφωτο δεν αντιστέκεται στον πειρασμό και ανοίγει το ύφασμα. Είναι πραγματικά εξαίσια η μικρή παρόλλες τις ματωμένες χαρακιές της τιμωρίας. Κρίμα να χαθεί τέτοια σαγήνη. Γρήγορα τη ξεπαρθενιάζει απο πίσω. Δεν υπάρχει αντίσταση μόνο μερικές κεχριμπαρένιες στάλες ιδρώτα κοσμούν το πάνω χείλος του στόματός της. Ο Μάγος ξέρει τη δουλειά του, σε καθημερινή βάση καβαλλάει τη Κόμισσα και την ξεσκίζει απο πίσω, αν και πλέον έχει ξεχειλώσει και δεν έχει τη γλύκα της σφιχτής σάρκας του παρελθόντος. Νά όμως που υπάρχουν και τα έκτακτα! Τελειώνοντας, χύνει πάνω στο πρόσωπο της Χιονάτης βροντοφωνάζοντας ένα δυνατό ξόρκι. Μετά την τύλιξε με το ριχτάρι και την απίθωσε σε ένα άλλο σημείο του δάσους, κοντά σε έναν καταυλισμό ξυλοκόπων. Στην Κόμισσα είπε ότι την στραγγάλισε και εκείνη του έδωσε τη μεγαλύτερη ανταμοιβή: Τον σύστησε στην Αντι-Βασίλισσα σαν τον καλύτερο Μάγο της Ινδίας. Η τύχη του πήρε άλλο δρόμο.   

Τη Χιονάτη την ανακάλυψαν οι 7 ξυλοκόποι μέσα στο δάσος, τη σήκωσαν, τη μετέφεραν στο χώρο τους, τη ξετύλιξαν, έπλυναν τις πληγές και την επίδεσαν.  Κοιμώντουσαν και οι 7 μαζί στον ίδιο κοιτώνα. Οταν η μικρή ξύπνησε και άρχισε να αναρρώνει τους ευχαριστούσε κάθε μέρα που την έσωσαν, εκτελούσε χρέη νοικοκυράς το πρωϊ και τις νύχτες κοιμόταν με τον κάθε ξυλοκόπο εκ περιτροπής. Οι οποίοι της έκαναν έρωτα πάντα απο πίσω. Και όλοι ήταν ευχαριστημένοι.

Εκτός απο τον Κόμη που τρελλάθηκε όταν επέστρεψε απο το κυνήγι και δεν βρήκε τη Χιονάτη. Αντ’ αυτής βρήκε την Κόμισσα με 1001 δικαιολογίες στο στόμα, την απείλησε, την έδειρε, τη πέταξε σε ένα μπουντρούμι και τελικά του είπε ότι χάθηκε η μικρή παίζοντας στο δάσος. Εξαλλος, την αποκεφάλισε, οργάνωσε ένα απόσπασμα και ξεχύθηκε αναζητώντας την Αγάπη του.   

Τη βρήκε στους 6 μήνες. Σε ένα ρεματάκι την είδε να πλένει ρούχα, έτρεξε κοντά της, εκείνη όμως μόλις τον είδε το έβαλε στα πόδια και κλειδαμπαρώθηκε σπίτι της. Τη δεύτερη φορά την παρακολούθησε και με φρίκη διαπίστωσε τη παρουσία των 7 ανδρών και τη κοινή τους ζωή. Αν εκείνη τη στιγμή είχε την Κόμισσα στα χέρια του θα την έκοβε κομματάκια. Παρόλλη τη πίκρα του, πήγε και της χτύπησε τη πόρτα όταν έλειπαν οι 7. Του άνοιξε τη πόρτα αλλά δεν τον άφηνε να μπεί μέσα παρόλλο που εκείνος γονατιστός την εκλιπαρούσε. Η Χιονάτη όμως δεν ήθελε να ξαναγυρίσει κοντά στη Κόμισσα για να φάει κι άλλο ξύλο. Ετσι αρνήθηκε τα παρακάλια και τον πέταξε έξω.  Την τρίτη φορά ο Κόμης, πήγε και βρήκε τους 7 ξυλοκόπους, τους εξήγησε ποιός ήταν και τι του ήταν η μικρή (χωρίς πολλές λεπτομέρειες) και εκείνοι του είπαν ποιοί ήσαν, πώς βρήκαν το κορίτσι και πώς ζούσαν μαζί (χωρίς όμως πολλές λεπτομέρειες) και κατέληξαν ότι είναι θέμα το κορίτσι να διαλέξει με ποιον/ποιούς θέλει να ζεί.  Ο Κόμης προσκλήθηκε επισήμως στο σπίτι των ξυλοκόπων, η Χιονάτη κάθισε ανάμεσά τους, άκουσε τις ιστορίες τους, ιδιαίτερα εκείνη του αποκεφαλισμού της Κόμισσας,  είπε και τη δική της (χωρίς πολλές λεπτομέρειες) μέχρι που ο Κόμης γονάτισε και της ζήτησε επισήμως το χέρι της για να  την κάνει γυναίκα του. Δέχτηκε και ο γάμος τους ήταν λαμπρός.

Την πρώτη νύχτα του γάμου ο Κόμης την ξεπαρθένεψε κανονικά και το σεντόνι της παρθενικότητας κρεμάστηκε απο το παράθυρο του πιό ψηλού Πύργου. Τους ξυλοκόπους που τη σεβάστηκαν, τους διόρισε προσωπικούς της φρουρούς και εκείνη του έκανε ένα τσούρμο παιδιά, αγόρια και κορίτσια. Αλλα άσπρα, άλλα μαύρα και άλλα ασπρόμαυρα.

Και το ηθικό όλων κρατήθηκε ακμαιότατο εις τον αιώνα των αιώνων αμήν! 

Read Full Post »

Κοκκινοσκουφίτσα

Μια φορά και έναν καιρό σε ένα χωριουδάκι στις παρυφές του δάσους ζούσε η Κοκκινοσκουφίτσα, που ήταν ένα γλυκό κοριτσάκι 15 ετών, που έχοντας μεγαλώσει-ζήσει στην κοινωνία του χωριού, έψαχνε συνεχώς για νέες ευκαιρίες που θα την έφερναν κοντά στον μεγάλο έρωτα. Οι γονείς της, βλέποντας την εξέλιξη της κόρης τους και καταλαβαίνοντας ότι το αναπόφευκτο πλησίαζε, την έστελναν συχνά στο σπίτι της γιαγιάς της, ελπίζοντας κάτι να της τύχει στον δρόμο και η μικρή πεταλούδα να μην ξαναγυρίσει. Για τα μάτια της κοινωνίας τη φόρτωναν και με ένα πανεράκι πίτες » για τη γιαγιά» λέγαν στον κόσμο, εννοώντας ότι η μικρή θα είχε κάτι να μασουλάει στον δρόμο.

Η γιαγιά ήταν-δεν-ήταν 45 ετών (τότε οι κοπέλλες παντρευόντουσαν απο τα 12), χήρα που αν και έχασε τον σύντροφό της αρνήθηκε να το βάλει κάτω και να κλειστεί στο μοναστήρι αλλά και για να μην προκαλεί τα ήθη του χωριού, μετακόμισε σε ένα ωραίο σπιτάκι μέσα στο δάσος έτσι ώστε και το κέφι της έκανε και κανείς δεν ασχολιόταν μαζί της, τουλάχιστον φανερά. Στα κρυφά όλοι οι νεαροί του χωριού την επισκέπτονταν, χωριστά απο τους πατεράδες τους όμως. Ο καθένας έπαιρνε τις προφυλάξεις του. Φανερά όμως έκανε και τη μάγισσα, ξεμάτιαζε, έφτιαχνε φίλτρα έρωτα και μαντζούνια για τη γονιμοποίηση, άκουγε μυστικά και βοηθούσε και σε καμμιά έκτρωση.

Η Κοκκινοσκουφίτσα τρελλαινόταν να πηγαίνει στη γιαγιά της, γιατί της έλεγε ιστορίες για μάγους, κυνηγούς και για τα νιάτα της που την κυνηγούσαν όλοι οι αρσενικοί του χωριού, συνήθιζε να φοράει την κόκκινη κάπα της πάνω απο το φουστανάκι της, να παίρνει το καλαθάκι της και να φεύγει γελώντας απο το βαρετό χωριό. Σήμερα όμως κάτι είχε αλλάξει. Κοντά στη μεγάλη βαλανιδιά είδε μία σκιά. Θορυβημένη κρύφτηκε πίσω απο ένα θάμνο και με δέος παρακολούθησε έναν άντρα . Ηταν κυνηγός, είχε κοντά το όπλο του και κάτι ψόφια κουνέλια. Είχε κατεβάσει το παντελόνι του μέχρι τα γόνατα και ο νεανικός στρογγυλός του κώλος φέγγιζε σαν ήλιος πάνω απο τα στάχυα. Η Κ. δεν είχε δεί ποτέ ανδρικό πισινό, τον δικό της είχε δεί σκύβοντας πρός τα πίσω όταν κυτταζόταν σε καθρέφτη, είχε δεί και της υπηρέτριας όταν έκανε μπάνιο, ανδρα όμως ποτέ. Προσεκτικά βγήκε απο τη κρυψώνα της και στάθηκε δίπλα στον πισινό..με το ένα της δάχτυλο τον άγγιξε. Ο άντρας πετάχτηκε και γύρισε πρός εκείνη. Κατατρομαγμένη είδε ένα τεράστιο κομμάτι ξύλου να ορθώνεται μπροστά του και τσίριξε. Σήκωσε τα μάτια της και είδε το χειρότερο θέαμα που θα μπορούσε να δεί..το πρόσωπο ή μάλλον τη μουτσούνα ενός λύκου καρφωμένη εκεί που θα έπρεπε να ήταν ανθρώπινο πρόσωπο. Θάμπωσαν όλα μπροστά της και λιποθύμησε.

Κάτι δροσερό της χάίδευε το πρόσωπο. Ανοιξε τα μάτια και είδε ότι γέμισαν κλαδιά και ουρανό. Ηταν ξαπλωμένη πάνω σε παχιές πευκοβελόνες και ένας άγνωστος ήταν πλάί της και της δρόσιζε το πρόσωπο με ένα βρεγμένο πανί. Εκανε να σηκωθεί, αλλά ο νέος δεν την άφησε, «ξεκουράσου λίγο» της είπε «τρομαξες». Τον κύτταξε και διαπίστωσε οτι ήταν πολύ ελκυστικός αλλά άγνωστος πρός εκείνη. Ανασηκώθηκε αργά και ίσιωσε τα τσαλακωμένα της ρούχα. Η φούστα της ήταν σηκωμένη μέχρι πάνω απο τα γόνατα, το μεσοφόρι της ήταν πεσμένο κοντά στους αστραγάλους της. Ντράπηκε και κάπως τα συμμάζεψε. Μετά εψαξε στο πανέρι της για να του δώσει κάτι..εκείνος όμως τη σταμάτησε.

 «Δεν θέλω αμοιβή», της είπε «αν όμως επιμένεις να μου δώσεις κάτι, δώσε μου το κυλοττάκι σου».

Της Κ. της κόπηκε η ανάσα, ίδρωσε κάτω απο τις μασχάλες της και ιερό υγρό έσταξε ανάμεσα απο τα σκέλη της. Κατακόκκινη του γύρισε τη πλάτη, με αργές κινήσεις σήκωσε τη φούστα της, το μεσοφόρι της και κατέβασε το κάτασπρο βαμβακερό βρακάκι. Δεν ήταν καθαρό. Ντράπηκε αλλά του το έδωσε. Εκείνος το πήρε και γελώντας το έβαλε στο σάκκο του. Τη χαιρέτησε με υπόκλιση μέχρι κάτω, και αναχώρησε.

Η Κ προχώρησε πρός το σπίτι της γιαγιάς της με αργά βήματα. Εκαιγε ολόκληρη και έσταζε ιδρώτα. Λοξοδρόμησε πρός το κοντινό ποταμάκι για να δροσίσει το μέτωπό της λίγο. Το νερό ήταν όντως βάλσαμο, έπλυνε το πρόσωπό της, έρριξε και στα χέρια της..κύτταξε προσεκτικά γύρω της και δεν είδε κανέναν..έβγαλε τη κάπα της, τα παπούτσια της, τη μπλόύζα και τη φούστα της, έβγαλε και το μεσοφόρι και βούτυξε.. αχ! Το δροσερό νερό την αγκαλιασε σαν μπράτσα εραστή. Εκανε και μερικές βουτιές. Αργά άρχισε να κολυμπάει πρός την ακτή..όταν ΕΙΔΕ ΤΟΝ ΛΥΚΟ πάλι. Είχε ανδρικό σώμα, έμοιαζε με τον κλέφτη της κυλόττας της, μόνο που το κεφάλι του ήταν σαν του λύκου. Είχε καθίσει δίπλα στα ρούχα της και την κύτταζε.  Η Κ. ξαναπήγε στα βαθιά και κάθισε εκεί μέχρι που άρχισε να παγώνει.. έπρεπε να βγεί.

«Σε παρακαλώ» του είπε «μη κυττας».

«Εντάξει» της απάντησε «υπό έναν όρο»

«Ποιός είναι ο όρος?»

«Θα πάρω τα ρούχα σου για ενθύμιο»

«Αν τα πάρεις, θα κρυώνω»

«Μη φοβάσαι, δεν θα κρυώσεις»

Ετσι σκέπασε τα μάτια του ο λύκος και η γυμνή Κ βγήκε απ το νερό, φόρεσε τα παπούτσια της και τυλίχθηκε στην κόκκινη κάπα της. Ο λύκος σηκώθηκε πήρε τα υπόλοιπα ρούχα της, τα έβαλε στον σάκο του, έκανε μία υπόκλιση μέχρι κάτω και αναχώρησε.

Η Κ τώρα ήταν τρομοκρατημένη. Τρέχοντας σχεδόν έφθασε στο σπίτι της γιαγιάς χωρίς λοξοδρόμηση και κλαίγοντας. Η γιαγιά άκουσε την ιστορία της μέσα απο τα αναφυλλητά, την καθησύχασε, την έβαλε στο κρεββάτι της, της ετοίμασε και μία σούπα, και η μικρή κοιμήθηκε σχεδον αμέσως. Αφού βεβαιώθηκε ότι η μικρή ήταν παραδομένη στον Μορφέα, άνοιξε τη διπλανή πόρτα. Ο λύκος – άνδρας μπήκε μέσα γελώντας, φέρνοντας τα ρούχα της Κοκκινοσκουφίτσας και 3 λαγούς που είχε σκοτώσει στο δρόμο. Θα τρώγανε θαυμάσια μετά. Η γιαγιά πήγε στο μαγειριό να γδάρει το κυνήγι και ο κυνηγός γδύθηκε. Χώθηκε στο κρεββάτι με την κοιμισμένη Κ και αφιέρωσε το κεφάλαιο αυτό της ζωής του στον έρωτα.  Πρώτα γευόμαστε τις χαρές της Γής, μετά όταν κορεσθούν οι αισθήσεις θα έρθει και το φαγητό. Και χορτασμένοι ξαναπαραδιδόμαστε στον έρωτα.

Read Full Post »